Τρίτη 14 Νοεμβρίου 2023

 





















Πότε-πότε μας θυμάται το μέλλον όσο μακριά κι αν βρίσκεται, όλο και κάποιο μήνυμα λαβαίνουμε, γραμμένο πάντα βιαστικά γιατί διαρκώς αναχωρεί για πιο μακριά ακόμα.

Τι να το κάνεις; Γραφτά που μένουνε αδιάβαστα. Κανείς δεν ξέρει από μας να διαβάσει τι γράφει το μέλλον.

Παρεκτός κάτι ελάχιστες γραμματιζούμενες ελπίδες.

Τρέχα γύρευε….

__________________

Κική Δημουλά, από τη συλλογή "Το τελευταίο σώμα μου", 1981










Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2023


 Λυπήσου.. Ν. Λαπαθιώτης



Λυπήσου ἐκείνους ποὺ πονοῦν,

βουβὰ κι ἀνώφελα, γιὰ κάτι,

καὶ παίρνουν, γιὰ νὰ λησμονοῦν,

τῆς ζωῆς κάποιο ἄθλιο μονοπάτι…

 

Λυπήσου αὐτοὺς ποὺ ἔχουν χαθεῖ,

μὲς στὴν θλιμμένη ὕπαρξή μας,

κι ἔγιναν αἴνιγμα βαθύ,

μιὰ καὶ δὲν εἶναι μεταξύ μας…


Κι αὐτόν, κι αὐτὸν ποὺ ἀναπολεῖ

τὰ περασμένα του λυπήσου:

μὰ ὅμως, ἀκόμα πιὸ πολύ,

τὶς ὦρες τῆς βαθειᾶς σιωπῆς σου,

 

λυπήσου αὐτούς, πού, μιὰ φορά,

μὲ φτερὰ ζοῦσαν, καὶ τὰ χάνουν,

καὶ δὲν τοὺς μένει ἄλλη χαρά,

παρὰ ἡ χαρὰ πὼς θὰ πεθάνουν…

_______________________

Στην έκδοση Φέξη αναφέρει ότι το ποίημα γράφτηκε 6.5.1937 και δημοσιεύτηκε στο χριστουγεννιάτικο τεύχος της Νέας Εστίας, ενώ επίσης συμπεριελήφθη στην έκδοση του 1939.

Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου 2023

 

Τάκης Σινόπουλος, Νυχτολόγιο (1978)



 1

Σάββατο όλη τη μέρα με ψιλή βροχή, νυχτερινή περιπλάνηση στους έρημους δρόμους. Καταβύθιση σε θολά συναισθήματα, μνημονικές αναδρομές ανεξέλεγκτες, στο απροσδιόριστο άπειρο – μηδέν, ή στο για μένα δεν υπάρχει τίποτα. Σκέψη μιας γρήγορης αυτοκαταστροφής, που ξύνει το μυαλό και φεύγει. Αργότερα επιστροφή στο σπίτι, στην αδιατάραχτη ησυχία. Μονάχα ένα λάθος τηλεφώνημα και τίποτʼ άλλο. Ύστερα το βιβλίο, Borges, Blanchot, καμιά παρηγοριά. Η σόμπα, η παγωνιά του Μάρτη μήνα. Η Κυριακή την άλλη μέρα γιομάτη πνιγμένες κραυγές, ωστόσο άγριες απʼ το πρωί ως το βράδυ. Ακατάπαυστα.

 

Η νύχτα ήτανε χτες προχτές ένας απέναντι κατάμαυρος τοίχος. Αδύνατο να προσπεράσεις. Και κάτι καρέκλες πίσω απʼ τον τοίχο, γινόταν μια ανόητη φασαρία, οι πυροβολισμοί κι οι κραυγές κυριαρχούσαν. Ύστερα ξύπνησες με κάτι φωτεινά καρφιά στα χέρια. Η κάμαρα ήταν απέραντη μες το σκοτάδι και την ακινησία.

Στεγνό κορμί πυρακτωμένο πέταλο. Κι ο Μάης μήνας σφετερίζεται φερσίματα απʼ το καλοκαίρι. Ένα κορμί στο φως κινείται ζωντανό κι ευκίνητο σου σκίζει, σου καταρρακώνει τις αισθήσεις. Προτείνει ένα πουκάμισο ανοιχτό και μαύρο. Προτείνει κι άλλα. Παράλογα όνειρα και πυρετούς και δίψα. Αισθάνεσαι ως τα σπλάχνα σου τη σκοτεινή φωτιά και διχοτομημένος. Με το μαχαίρι ευνουχισμένος. Το καλοκαίρι ο δαίμονας δίχως ανάσα δεν φυσάει πουθενά τα δέντρα απέξω απʼ το παράθυρο σηκώνονται άγρια ταξιδεύουνε στον ουρανό. Πολύ μακριά η ακαταμάχητη θάλασσα ο απέραντος άμμος χαρά τσουχτερή, το φως, το έτσι σκοτεινιασμένο φως σκοτεινιάζει τη θάλασσα. Μέλαινα ειμί και μαύρο πέταλο.

2

Πρέπει να πάψεις να φοβάσαι. Είναι απαράδεκτο να φοβάσαι. Υπάρχει τρόπος να ψάξεις, να καθορίσεις από πού κι από τι έρχεται αυτός ο φόβος. Ο φόβος είναι αθλιότητα, μην ξεπέφτεις εκεί. Πιάσε από την αρχή την γλώσσα σου. Κοίταξε τον τρόπο που εσύ την κάνεις να δουλέψει, να λειτουργήσει. Πως συνταιριάζεις τις λέξεις στη γλώσσα; Σε τι κανόνες, σε τι νόμους υπακούεις; Γιατί δεν γκρεμίζεις αυτό το καλοστημένο (ή δήθεν) γλωσσικό σου οικοδόμημα, γιατί δεν το ξαναφτιάχνεις από την αρχή, με άλλη γραμματική, με άλλη σύνταξη, με άλλες λέξεις, (ακόμα κι αυτό) άλλες σχέσεις, συναρτήσεις, δομές; Γιατί δέχεσαι υποταγμένος το κοινώς αποδεχτό νόημα, τη σημασία που σου έχει επιβληθεί αυτών ή εκείνων των λέξεων; Γιατί δεν τις τορπιλίζεις; Γιατί φοβάσαι; Δεν είναι αργά. Έτσι κι αλλιώς επικοινωνία δεν υπάρχει. Είναι απαράδεκτο να φοβάσαι.

Άσκημος, αξύριστος, ξευτελισμένος απʼ το χρόνο, κάθομαι σε μια γυμνή καρέκλα, στη μέση του δωματίου, το φως πάνω από το κεφάλι μου με απογυμνώνει, είμαι ηλίθιος, κοιτάζω ανέκφραστα τον ξεφτισμένο σοβά του τοίχου, μένω καθισμένος εκεί, ώρες ολάκερες, μέρες ολάκερες, είναι όνειρο φωνάζω και ξυπνάω κι όμως υπάρχει φως, και κάθομαι έτσι μισόγυμνος στην άκρη του κρεβατιού.

3

Ένα δωμάτιο δυνατή, μαύρη αρρώστια. Εσύ βογγάς με πόνους πυρετό και παραισθήσεις. Νύχτα και λίγο φως – μόλις που φαίνεται στο διπλανό γραφείο. Διψάς στάλα νερό στο διψαλέο ποτήρι κι η βρύση ακούγεται στον κάτου κόσμο. Έρχεται ο ύπνος και βυθίζεσαι, ξυπνάς απότομα χαράματα, μούσκεμα στον ιδρώτα. Ξαναβρίσκεις το κορμί σου, σακατεμένο όπου τʼ αγγίξεις. Η αρρώστια βγαίνει τώρα απʼ το κορμί σαν το ρετσίνι άμα χαράξεις βαθειά τη φλούδα στο πεύκο. Το ίδιο κι η πίκρα της αρρώστιας βγαίνει παντού απʼ το κορμί, πικραίνει γύρω ο τόπος, ονομάζεται Περισσός.

4

Η φρικιαστική αίσθηση της μοναξιάς, η επικοινωνία με τους άλλους, η αγωνία σου μπροστά στη βεβαιωμένη τώρα πια αδυνατότητα αυτής της επικοινωνίας. Ακολουθεί μια σύντομη αλύπητη διερεύνηση του εγώ, έρχεται η νύχτα σε πολλαπλασιάζει πότε με πραγματικότητες, πραγματικές αισθήσεις, πότε με παραισθήσεις κι όνειρα. Έχει ανοίξει το κορμί σου όλες τις πόρτες του και μπαίνουν μέσα του τα πάντα, τρέφεσαι και λεηλατείσαι. Παρʼ όλα αυτά αργότερα πέφτεις και κοιμάσαι σαν κτήνος. Την άλλη μέρα ακμαίος, δε συνέβη τίποτα. Le sentiment de ne pas comprendre autrui nʼest pas de ceux qui troublent les nuits de beaucoup de personnes.

 

Και υπήρχαν μέσα μου κραυγές. Πολλά χρόνια, όσο θυμάμαι. Τις έπνιγα και ξαναρχίζανε, τις άκουγα που ανέβαιναν με ορμή, ακατάπαυστα κύματα, σε ώρες απροσδιόριστες. Έλεγα μέσα μου: κλείσε καλά το καπάκι. Τίποτα δεν πρέπει νʼ ακουστεί, τίποτα να φτάσει στην επιφάνεια. Κραυγές του ονείρου και του φόβου, του ματωμένου κορμιού, της επιθυμίας, του θανάτου. Κι άλλες πολλές, κάθε φορά που σε περίμενα και δεν ερχόσουν. Όπως είπα, απέξω ήμουν κυριαρχημένος. Και τίποτα – έτσι νόμιζα – δεν ακουγόταν. Όμως αυτές ακουγόταν. Κυρίως το βράδυ μετά τη δύση του ήλιου ή το πρωί χαράματα που ξύπναγα κι έκλεινα το παράθυρο – με πείραζε το φως. Και κάθε νύχτα στο κρεβάτι μου προτού να κοιμηθώ. Σάββατο βράδυ 10-12, περπάτημα και καταβύθιση στο χώρο φανταστικών συναντήσεων, φανταστικών σκηνών και βασανιστηρίων. Η Κυριακή την άλλη μέρα πυρακτωμένες πέτρες πέφτανε από τον ουρανό.

 

Βιβλία, βιβλία, βιβλία. Και περιοδικά κι εφημερίδες. Όγκοι τυπωμένο χαρτί, το σπίτι ασφυχτικά γεμάτο, ολάκερα βουνά γύρω γύρω, βιβλία ασάλευτα κι αμετακίνητα, βυθισμένα στη σκόνη, φθαρμένα από το χρόνο, (που κατάφαγε και σένα), ακατανόητα τώρα και μάταια κι άχρηστα. Τι πάθος κάποτε για όλα αυτά, για το παραμικρότερο απʼ αυτά! Βέβαια εσύ και σήμερα διαβάζεις, επιμένεις, βασανίζεσαι. Όμως καμιά δυνατή χαρά, καμιά ερεθιστική έκπληξη. Κανείς δε βγάζει με το μαχαίρι του φλούδες από το κορμί σου, όπως γινότανε παλιά, όταν ανακάλυπτες και τούτο και κείνο και το άλλο και ξενύχταγες και μεθυσμένος, μεταρσιωμένος και πήγαινες ως τα χαράματα.

Τώρα έχασες το ενδιαφέρον σου ακόμα και για την ποίηση, όπως χάνει κανείς – ας πούμε απʼ τα σαράντα κι ύστερα – σιγά σιγά τα μαλλιά του, τα δόντια του ή τη μνήμη του. Αυτά (σε σένα φυσικά) πάνε. Δεν απομένει παρά να χάσεις τʼ αρχίδια σου, να γυρίσεις ξερός στον τοίχο και να πεθάνεις.

 

Ελπήνωρ (Τάκης Σινόπουλος)

Eλπήνορ, πώς ήλθες…

Όμηρος

 


Τοπίο θανάτου. H πετρωμένη θάλασσα τα μαύρα κυπαρίσσια

το χαμηλό ακρογιάλι ρημαγμένο από τ’ αλάτι και το φως

τα κούφια βράχια ο αδυσώπητος ήλιος απάνω

και μήτε κύλισμα νερού μήτε πουλιού φτερούγα

μονάχα απέραντη αρυτίδωτη πηχτή σιγή.

 

Ήταν κάποιος από τη συνοδεία που τον αντίκρισε

όχι ο πιο γέροντας: Kοιτάχτε ο Eλπήνωρ πρέπει νάναι εκείνος.

Eστρίψαμε τα μάτια γρήγορα. Παράξενο πώς θυμηθήκαμε

αφού είχε η μνήμη ξεραθεί σαν ποταμιά το καλοκαίρι.

Ήταν αυτός ο Eλπήνωρ πράγματι στα μαύρα κυπαρίσσια

τυφλός από τον ήλιο και τους στοχασμούς

σκαλίζοντας την άμμο μ’ ακρωτηριασμένα δάχτυλα.

Kαι τότε τον εφώναξα με μια χαρούμενη φωνή: Eλπήνορα

Eλπήνορα πώς βρέθηκες ξάφνου σ’ αυτή τη χώρα;

είχες τελειώσει με το μαύρο σίδερο μπηγμένο στα πλευρά

τον περσινό χειμώνα κι είδαμε στα χείλη σου το αίμα πηχτό

καθώς εστέγνωνε η καρδιά σου δίπλα στου σκαρμού το ξύλο.

M’ ένα κουπί σπασμένο σε φυτέψαμε στην άκρη του γιαλού

ν’ ακούς τ’ ανέμου το μουρμούρισμα το ρόχθο της θαλάσσης.

Tώρα πώς είσαι τόσο ζωντανός; πώς βρέθηκες σ’ αυτή τη χώρα

τυφλός από την πίκρα και τους στοχασμούς;

 

Δε γύρισε να ιδεί. Δεν άκουσε. Kαι τότε πάλι εφώναξα

βαθιά τρομάζοντας: Eλπήνορα πούχες λαγού μαλλί

για φυλαχτάρι κρεμασμένο στο λαιμό σου Eλπήνορα

χαμένε στις απέραντες παράγραφους της ιστορίας

εγώ σε κράζω και σα σπήλαιο αντιλαλούν τα στήθια μου

πώς ήρθες φίλε αλλοτινέ πώς μπόρεσες

να φτάσεις το κατάμαυρο καράβι που μας φέρνει

περιπλανώμενους νεκρούς κάτω απ’ τον ήλιον αποκρίσου

αν η καρδιά σου επιθυμεί μαζί μας νάρθεις αποκρίσου.

 

Δε γύρισε να ιδεί. Δεν άκουσε. Ξανάδεσε η σιωπή τριγύρω.

Tο φως σκάβοντας ακατάπαυστα βαθούλωνε τη γη.

H θάλασσα τα κυπαρίσσια τ’ ακρογιάλι πετρωμένα

σ’ ακινησία θανατερή. Kαι μόνο αυτός ο Eλπήνωρ

που τον γυρεύαμε με τόση επιμονή μες στα παλιά χειρόγραφα

τυραννισμένος απ’ την πίκρα της παντοτινής του μοναξιάς

με τον ήλιο να πέφτει στα κενά των στοχασμών του

σκαλίζοντας τυφλός την άμμο μ’ ακρωτηριασμένα δάχτυλα

σαν όραμα έφευγε και χάνονταν αργά

στον αδειανό χωρίς φτερά χωρίς ηχώ γαλάζιο αιθέρα.

 _______________________________

(από τη Συλλογή, I, Eρμής 1976)

 

Ανάμνησις (Κική Δημουλά)

[Ενότητα Α’]

 


Περαστικός.

Και ιδιότροπα για μένα γραφικός.

Κάτι σαν άψυχος, κάτι σαν ξένος,

μ’ αγαπημένος.

Η βιάση του ματαιωμένος όρθρος.

Ασφυκτιούσαμε.

Στενό του πάθους μας το οίκημα,

κι ένας πικρός συνωστισμός τα σχήματά μας.

Χαμηλοτάβανα τα σχέδιά μας,

δίχρωμος της καρδιάς ο φωτισμός,

κι αλλόκοτα της σκέψης μας τα κάδρα.

 

Ήταν περαστικός.

Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2023

 

Η ΚΟΡΗ ΠΟΥ 'ΦΕΡΝΕ Ο ΒΟΡΙΑΣ

 


Σε μεγάλη απόσταση μέσα στην ευωδιά του δυόσμου αναλογίστηκα

 που πάω κι είπα για να μη μ' έχει του χεριού της η ερημιά 

να βρω εκκλησάκι να 'χω να μιλήσω.

 

Η βοή απ' το πέλαγος μου' τρωγε σαν την αίγα μαύρο σωθικό  

και μου άφηνε άνοιγμα ολοένα πιο καλεστικό στις Ευτυχίες . 

Όμως τίποτα κανείς

Μόνο πύρωνε τριγύρω της αγριελιάς η μαντοσύνη

 

Κι όλη    στο μάκρος της αφρόσκονης έως ψηλά πάνω από το κεφάλι μου 

η πλαγιά  χρησμολογούσε και σισύριζε    

με τρεμίσματα μωβ μυριάδες και χερουβικά εντομάκια     

Ναι ναι συμφωνούσα     οι θάλασσες αυτές θα εκδικηθούνε.    

Μια μέρα οι θάλασσες αυτές θα εκδικηθούνε

 

Όπου     απάνου κει     από τον ερειπιώνα της αποσπασμένη     

φάνηκε     να κερδίζει σε ύψος   κι όμορφη που δε γίνεται άλλο     

μ' όλα τα χούγια των πουλιών στο σείσιμό της  η κόρη που 'φερνε ο Βοριάς κι εγώ περίμενα

 

Κάθε οργιά πιο μπρος  με το που απίθωνε στηθάκι 

να του αντισταθεί ο αέρας κι από μια τρομοκρατημένη μέσα μου χαρά 

που ανέβαινε ως το βλέφαρο να πεταρίσει

 

Άϊ θυμοί κι άϊ τρέλες της πατρίδας!

 

Σπούσαν πίσω της αφάνες φως κι άφηναν μες στον ουρανό   κάτι σαν

άπιαστα του Παραδείσου σήματα

 

Πρόκανα μια στιγμή να δω  μεγαλωμένη τη διχάλα των ποδιών κι

όλο το μέσα μέρος με το λίγο ακόμη σάλιο της θαλάσσης .

Ύστερα μου 'ρθε η μυρωδιά της  όλο φρέσκο ψωμί κι άγρια βουνίσια γιάμπολη

 

Έσπρωξα τη μικρή ξύλινη πόρτα και άναψα κερί.  Που μια ιδέα μου

είχε γίνει αθάνατη.

_______

Οδ. Ελύτης

Το Φωτόδεντρο και η Δέκατη τέταρτη ομορφιά (1971)


Τετάρτη 31 Μαΐου 2023

 

Έχω μια τρέλα έτοιμη για όλα



Μεγάλωσα μέσα στη θάλασσα και η φτώχεια μου είχε ένα μεγάλο πλούτο, αλλά έπειτα έχασα τη θάλασσα και όλες οι πολυτέλειες μου φάνηκαν γκριζωπές και η αθλιότητα ανυπόφορη. Από τότε περιμένω.

Περιμένω τα καράβια της επιστροφής, το σπίτι των υδάτων, τη διάφανη μέρα. Κάνω υπομονή και καλλιεργώ την ψυχή μου με όλες μου τις δυνάμεις. Με βλέπουν να περνώ από όμορφους και σοφούς δρόμους, θαυμάζω τα τοπία, χειροκροτώ όπως όλος ο κόσμος, δίνω το χέρι μου, δεν είμαι εγώ που μιλάω. Με εγκωμιάζουν, ονειρεύομαι λίγο˙ με προσβάλλουν, δεν εκπλήσσομαι σχεδόν καθόλου. …

 Στους ενταφιασμούς ξεπερνώ τα όρια του εαυτού μου. Στ’ αλήθεια αριστεύω. Βαδίζω με αργό βήμα στα προάστια που ανθίζουν από σιδερικά, διασχίζω μεγάλες αλέες που είναι φυτεμένες με τσιμεντένια δέντρα και σε οδηγούν σε τρύπες της παγωμένης γης. Εκεί, κάτω από τον επίδεσμο του ουρανού που μόλις βάφεται κόκκινος, κοιτάζω τους θαρραλέους συντρόφους να θάβουν τους φίλους μου σε τρία μέτρα βάθος. Αν πετάξω το λουλούδι που μου δίνει ένα απλωμένο χέρι από άργιλο, θα πέσει σίγουρα μέσα σ’ έναν τάφο. …

Στη Νέα Υόρκη μερικές ημέρες, χαμένος στο βάθος αυτών των πέτρινων ή ατσαλένιων πηγαδιών όπου στο εσωτερικό τους περιπλανώνται εκατομμύρια άνθρωποι, έτρεχα από το ένα στο άλλο χωρίς να διακρίνω τον πάτο τους, εξαντλημένος, μέχρις ότου στηρίχθηκα πάνω στην ανθρώπινη μάζα που έψαχνε μια διέξοδο.

Τότε πνιγόμουν και από τον πανικό μου ήμουν έτοιμος να ουρλιάξω. Αλλά κάθε φορά κάποιο μακρινό κάλεσμα από ένα ρυμουλκό μού υπενθύμιζε ότι αυτή η πόλη, στέρνα ξερή, ήταν ένα νησί και ότι στην άκρη του το νερό της βάφτισής μου με περίμενε, μαύρο και βρώμικο νερό γεμάτο από κούφιους φελλούς. Έτσι εγώ που δεν έχω τίποτα δικό μου, που χάρισα την περιουσία μου, που κατασκηνώνω κοντά σε όλα μου τα σπίτια, νιώθω πλήρης όταν το θέλω, αποπλέω οποιαδήποτε ώρα και η απελπισία με αγνοεί. Δεν υπάρχει πατρίδα για τον απελπισμένο. Ξέρω ότι η θάλασσα προπορεύεται ή με ακολουθεί. Έχω μια τρέλα έτοιμη για όλα.

_______________________

  [Albert Camus, Η θάλασσα σε απόσταση αναπνοής,

 μετάφραση Χρήστος Σαλταπήδας, εκδ. Απόστροφος] 

Δευτέρα 10 Απριλίου 2023

 

Η Μεγάλη Εβδομάδα του Οδυσσέα Ελύτη

 


Μ. ΔΕΥΤΕΡΑ

Κατάκοπος από τις ουράνιες περιπέτειες, έπεσα τις πρωινές ώρες να κοιμηθώ.

 

Στο τζάμι, με κοίταζε η παλαιά Σελήνη, φορώντας την προσωπίδα του Ήλιου.

 

Μ. ΤΡΙΤΗ 

Μόλις σήμερα βρήκα το θάρρος και ξεσκέπασα το κηπάκι σαν φέρετρο. Με πήραν κατάμουτρα οι μυρωδιές, λεμόνι, γαρίφαλο.

 

Ύστερα παραμέρισα τα χρόνια, τα φρέσκα πέταλα και να:

η μητέρα μου, μ’ ένα μεγάλο άσπρο καπέλο και το παλιό χρυσό ρολόι της κρεμασμένο στο στήθος.

 

Θλιμμένη και προσεκτική. Πρόσεχε κάτι ακριβώς πίσω από μένα.

Δεν πρόφτασα να γυρίσω να δω γιατί λιποθύμησα.

 

Μ. ΤΕΤΑΡΤΗ 

Ολοένα οι κάκτοι μεγαλώνουν κι ολοένα οι άνθρωποι ονειρεύονται σα να ’ταν αιώνιοι. Όμως το μέσα μέρος του Ύπνου έχει όλο φαγωθεί και μπορείς τώρα να ξεχωρίσεις καθαρά τι σημαίνει κείνος ο μαύρος όγκος που σαλεύει

 

Ο λίγες μέρες πριν ακόμη μόλις αναστεναγμός

 

Και τώρα μαύρος αιώνας.

 

Μ. ΠΕΜΠΤΗ

Μέρα τρεμάμενη, όμορφη σαν νεκροταφείο

με κατεβασιές ψυχρού ουρανού

 

Γονατιστή Παναγία κι αραχνιασμένη

 

Τα χωμάτινα πόδια μου άλλοτε

 

(Πολύ νέος ή και ανόητα όμορφος θα πρέπει

να ήμουν)

 

Οι και δύο και τρεις ψυχές που δύανε

Γέμιζαν τα τζάμια ηλιοβασίλεμα.

 

Μ. ΠΕΜΠΤΗ, β

Σωστός Θεός. Όμως κι αυτός έπινε το φαρμάκι του

γουλιά γουλιά καθώς του είχε ταχθεί

έως ότου ακούστηκε η μεγάλη έκρηξη.

 

Χάθηκαν τα βουνά. Και τότε αλήθεια φάνηκε

πίσω από το πελώριο πηγούνι ο κύλικας

 

Κι αργότερα οι νεκροί μες στους ατμούς, εκτάδην.

 

Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Σαν να μονολογώ, σωπαίνω.

 

Ίσως και να ’μαι σε κατάσταση βοτάνου ακόμη

φαρμακευτικού ή φιδιού μιας κρύας Παρασκευής

 

Ή μπορεί και ζώου από κείνα τα ιερά

με τ’ αυτί το μεγάλο γεμάτο ήχους βαρείς

και θόρυβο μεταλλικό από θυμιατήρια.

 

Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, β

Αντίς για Όνειρο

 

Πένθιμος πράος ουρανός μες στο λιβάνι

αναθρώσκουν παλαιές Μητέρες ορθές σαν κηροπήγια

τυφεκιοφόροι νεοσύλλεκτοι σε ανάπαυση

μικρά σκάμματα ορθογώνια, ραντιστήρια, νάρκισσοι.

 

Σαν να ’μαι, λέει, ο θάνατος ο ίδιος αλλ’

ακόμη νέος αγένειος που μόλις ξεκινά

κι ακούει πρώτη φορά μέσα στο θάμβος των κεριών

το «δεύτε λάβετε τελευταίον ασπασμόν».

 

Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ

Περαστική από τη χθεσινή αϋπνία μου

λίγο, για μια στιγμή, μου χαμογέλασε

η θεούλα με τη μωβ κορδέλα

που από παιδάκι μου κυκλοφοράει τα μυστικά

Ύστερα χάθηκε πλέοντας δεξιά

να πάει ν’ αδειάσει τον κουβά με τ’ απορρίματά μου

– της ψυχής αποτσίγαρα κι αποποιηματάκια –

εκεί που βράζει ακόμη όλο παλιά νεότητα

και αγέρωχο το πέλαγος.

 

Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ, β

Πάλι μες στην κοιλιά της θάλασσας το μαύρο

εκείνο σύννεφο που ανεβάζει κάπνες

όπως φωνές επάνω από ναυάγιο

 

Χαμένοι αυτοί που πιάνονται από τ’ Άπιαστα

 

Όπως εγώ προχθές του Αγίου Γεωργίου ανήμερα

που πήα να παραβγώ μ’ αλόγατα όρθια

και θωρακοφόρους

και μου χύθηκε όλη, όξω απ’ τη γης, η ερωτοπαθής

ψυχή μου.

_________________________________

Από την ποιητική συλλογή «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου».

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2023

Χαϊνηδες - Το Μεγαλο Ταξιδι / Chanides - Long Voyage


Πέφτουν απ' τα μαύρα νέφη στάλες τση βροχής

 και πληγώνουνε το σκούρο τζάμι τση ψυχής.

Πάνω στση καρδιάς τον τοίχο τρέχει το νερό

 και ξεθάβει απ' τον ασβέστη τον παλιό καιρό

 

 Ήταν κείνο σαν και τούτο μαύρο δειλινό

 πού `φυγε να πάει σ' άλλον τόπο μακρινό

 Κι έρχεται στη θύμησή μου που δακρύζαμε

 τον παλιό σκοπό να πούμε σαν αρχίζαμε

 

 Πάν' οι μήνες, πάν' τα χρόνια και γεράσαμε

 δίχως όνειρα τη νιότη πως περάσαμε;

Δε με νοιάζει στο σκοτίδι πως εμπήκαμε

 όσο πως το φως τση μέρας δε χαρήκαμε

 

 Στα κλειστά τα παραθύρια τον παλιό σκοπό

 ήρθ' απόψε όπως πρώτα για να ξαναπώ.

Φύσ' αγέρι, πήγαινέ τση το γλυκό σκοπό

 και ψιθύρισέ τση ακόμη πως την αγαπώ


Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2023

Stella Mastoraki feat. Foivos Mavrakis - Rainy Cafe (Music Video)


Σε όσους αγαπούν να ταξιδεύουν, να περπατούν σε δρόμους εδώ γύρω, κι εκεί πέρα, σε μακρινές πολιτείες, στις σημύδες πλάι, σε παλιά λιμάνια, χειμώνα με βροχή..



 

Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2023

 

Νίκος Καββαδίας: Ο βάρδος της θάλασσας, της μοναξιάς και του έρωτα

 


Ο «αρμενιστής ποιητής» μπάρκαρε για πρώτη φορά στα 18 του και ταξίδεψε απ’ άκρη σ΄ άκρη της γης, γνωρίζοντας όλου του κόσμου τα σινάφια. Ήταν ένας αεικίνητος θαλασσόλυκος, ένας περιπλανώμενος παραμυθάς που αφηγούνταν χωρίς «φτιασίδια και μαλάματα» ιστορίες απλών ανθρώπων με αληθινά βάσανα.

Αναζητούσε την αυτοπραγμάτωση,  έγραφε γι’ αυτά που αγαπά, για την παντοτινή του ερωμένη τη θάλασσα, μούσα του και αστείρευτη πηγή έμπνευσής του. Στο βάθος του χρόνου, ο μεγάλος του έρωτας για τα πελάγη αποτέλεσε αφορμή για εσωτερικές αναζητήσεις και, μέσα από την ποίησή, η σπουδή της θάλασσας μετουσιώθηκε στη μελέτη του ανθρώπου.

Με αμείλικτη ειλικρίνεια αλλά ταυτόχρονα και με μια συγκινητική τρυφερότητα, ο ποιητής των ναυτικών εξιστόρησε τη βιοπάλη και τα «καταραμένα πάθη» των θαλασσοπόρων.

Η ποίηση του δεν είναι ευφημιστική και εύπεπτη αλλά ωμά ρεαλιστική -μια γροθιά στο στομάχι που σε προσγειώνει στην σκληρή πραγματικότητα των ηρώων του, μία θύμηση πως η ζωή δεν είναι πάντα ρόδινη, και σίγουρα όχι δίκαιη με όλους.

 

Τι να σου τάξω ατίθασο παιδί να σε κρατήσω

Παρηγοριά μου ο σάκος μου, σ’ Αμερική κι Ασία

Σύρμα που κόπηκε στα δυο και πως να το ματίσω;

Κατακαημένε, η θάλασσα μισεί την προδοσία

 ______________

«Πικρία», Νίκος Καββαδίας

Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2023



..οὐ νιφετός, οὔτ' ἂρ χειμὼν πολὺς οὔτε ποτ' ὄμβρος, ἀλλ' αἰεὶ ζεφύροιο λιγὺ πνείοντος ἀήτας Ὠκεανὸς ἀνίησιν ἀναψύχειν ἀνθρώπους..

 

Τόσο βαθιά με κοίταξες, που η ομορφιά σου έγινε ψηφιδωτό στην ψυχή μου. Έτσι σκορπίστηκε, σαν θλίψης ευωδιά και έπνευσε η στερνή, αχνή σου εικόνα. Μαζί με τον αιώνιο Ζέφυρο στων Ηλυσίων Πεδίων τις άκρες. Καθώς εκδικητής ο έρωτας, τις οπτασίες έστρεφε ενάντια στο θάνατο και στη μοίρα.

________________________________

Ομήρου, Οδύσσεια, 4:556