Σάββατο 18 Απριλίου 2020


Νίκος Καββαδίας: Αγαπάω ότι είναι θλιμμένο στον κόσμο.



Αγαπάω ότι είναι θλιμμένο στον κόσμο.
Τα θολά τα ματάκια, τους αρρώστους ανθρώπους,
τα ξερά γυμνά δέντρα και τα έρημα πάρκα,
τις νεκρές πολιτείες, τους τρισκότεινους τόπους.

Τους σκυφτούς οδοιπόρους που μ’ ένα δισάκι
για μια πολιτεία μακρινή ξεκινάνε,
τους τυφλούς μουσικούς των πολύβουων δρόμων,
τους φτωχούς, τους αλήτες, αυτούς που πεινάνε.

Τα χλωμά τα κορίτσια που πάντα προσμένουν
τον ιππότη που είδαν μια βραδιά στ’ όνειρό τους,
να φανεί απ’ τα βάθη του απέραντου δρόμου.
Τους κοιμώμενους κύκνους πάνω στ’ άσπρο φτερό τους.

Τα καράβια που φεύγουν για καινούργια ταξίδια
και δεν ξέρουν καλά – αν ποτέ θα γυρίσουν πίσω
αγαπάω, και θα ‘θελα μαζί τους να πάω
κι ούτε πια να γυρίσω.

Αγαπάω τις κλαμμένες ωραίες γυναίκες
που κοιτάνε μακριά, που κοιτάνε θλιμμένα,
αγαπάω σε τούτο τον κόσμο – ότι κλαίει
γιατί μοιάζει μ’ εμένα.

__________________
Το ποίημα ”Αγαπάω” γράφτηκε από τον ποιητή σε ηλικία 18 ετών και δεν έχει δημοσιευτεί στις ποιητικές του συλλογές.

To παραπονο....Ελευθερια Αρβανιτακη



Εδώ στου δρόμου τα μισά
έφτασε η ώρα να το πω
άλλα είναι εκείνα που
αγαπώ
γι’ αλλού γι’ αλλού
ξεκίνησα.

Στ’ αληθινά στα ψεύτικα
το λέω και τ’ ομολογώ.
Σαν να `μουν άλλος κι
όχι εγώ
μες στη ζωή πορεύτηκα.

Όσο κι αν κανείς
προσέχει
όσο κι αν το κυνηγά,
πάντα πάντα θα `ναι
αργά
δεύτερη ζωή δεν έχει.

(από Το Παράπονο, του
Οδ. Ελύτη



Τρίτη 14 Απριλίου 2020

Φωτεινή Βελεσιώτου - Μέλισσες

Θεέ μου τι δεν μάς περιμένει ακόμα.



Κάθομαι εδω και κάθομαι.
Βρέχει χωρίς να βρέχει
όπως όταν σκιά
μάς επιστρέφει σώμα.

Κάθομαι εδώ και κάθομαι.
Εγώ εδώ, απέναντι η καρδιά μου
και πιο μακριά
η κουρασμένη σχέση μου μαζί της.
Έτσι, για να φαινόμαστε πολλοί
κάθε που μάς μετράει το άδειο.

Φυσάει άδειο δωμάτιο.
Πιάνομαι γερά από τον τρόπο μου
που έχω να σαρώνομαι.

Νέα σου δεν έχω.
Η φωτογραφία σου στάσιμη.
Κοιτάζεις σαν ερχόμενος
χαμογελάς σαν όχι.
Άνθη αποξηραμένα στο πλάι
σού επαναλαμβάνουν ασταμάτητα
το άκρατο όνομά τους semprevives
semprevives- αιώνιες, αιώνιες
μην τύχει και ξεχάσεις τι δεν είσαι.

Με ρωτάει ο καιρός
από πού θέλω νά περάσει
πού ακριβώς τονίζομαι
στο γέρνω ή στο γερνώ.
Αστειότητες.
Κανένα τέλος δε γνωρίζει ορθογραφία.

Νέα σου δεν έχω.
Η φωτογραφία σου στάσιμη.
Όπως βρέχει χωρίς να βρέχει.

Όπως σκιά μού επιστρέφει σώμα.
Κι όπως θα συναντηθούμε μια μέρα
εκεί πάνω.
Σε κάποιαν αραιότητα κατάφυτη
με σκιερές απροσδοκίες
και αειθαλείς περιστροφές.
Τον διερμηνέα της σφοδρής
σιωπής που θα αισθανθούμε
-μορφή εξελιγμένη της σφοδρής
μέθης που προκαλεί μία συνάντηση
εδώ κάτω- θα `ρθεί να κάνει ένα κενό.
Και θα μάς συνεπάρει τότε
μια αγνωρισιά παράφορη
-μορφή εξελιγμένη του αγκαλιάσματος
που εφαρμόζει η συνάντηση εδώ κάτω.

Ναι θα συναντηθούμε. Ευανάπνευστα, κρυφά
από την έλξη. Κάτω από δυνατή βροχή
ραγδαίας έλλειψης βαρύτητας. Σε κάποιαν
ίσως εκδρομή του απείρου στο επ’ άπειρον.
Στην τελετή απονομής απωλειών στο γνωστό,
για τη μεγάλη προσφορά του στο άγνωστο.
Καλεσμένοι σε αστροφεγγιά προορισμού,
σε διασκεδάσεις παύσεων για φιλευδιάλυτους
σκοπούς και αποχαιρετιστήριες ουρανών
πρώην μεγάλες σημασίες.
Μόνο που ετούτη η συντροφιά των αποστάσεων
θα είναι κάπως άκεφη, ανεύθυμη
κι ας ευθυμεί εκ του μηδενός η ανυπαρξία.
Ίσως γιατί θα λείπει η ψυχή της παρέας.
Η σάρκα.

Φωνάζω τη στάχτη
να με ξαρματώσει.
Καλώ τη στάχτη
με το συνθηματικό της όνομα: Όλα.

Θα συναντιέστε υποθέτω τακτικά
εσύ κι ο θάνατος εκείνου του ονείρου.
Το στερνοπαίδι όνειρο.

Απ’ όσα είχα το πιο φρόνιμο.
Ξεθολωμένο, πράο, συνεννοητικό.
Όχι και τόσο βέβαια ονειροπόλο
άλλα ούτε και φτηνά χαμηλωμένο,
όχι σουδάριο κάθε γης.

ΙΙολύ οικονόμο όνειρο,
σε ένταση και λάθη.
Από τα όνειρα που ανάθρεψα
το πιο πονετικό μου: να μη
γερνάω μόνη.

Θα συναντιέστε υποθέτω τακτικά
εσύ κι ο θάνατός του.
Δίνε του χαιρετίσματα, πες του να `ρθεί
κι αυτό μαζί εξάπαντος όταν συναντηθούμε
εκεί, στην τελετή απονομής απωλειών.

Όσο δε ζεις να μ’ αγαπάς.
Ναι ναι μού φτάνει το αδύνατον.
Κι άλλοτε αγαπήθηκα απ’ αυτό.
Όσο δε ζεις να μ’ αγαπάς.
Διότι νέα σου δεν έχω.
Και αλίμονο αν δε δώσει
σημεία ζωής το παράλογο.


Από την ποιητική συλλογή "Χαίρε ποτέ" (1988) της Κικής Δημουλά που τιμήθηκε με το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1989

Το Τροπάριο της Κασσιανής  σε μετάφραση Φώτη Κόντογλου


" Η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα..."
Και ποιός και ποιά από εμάς δεν είναι μια ψυχή εν πολλαίς, πάρα πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα; Ας τον ακούσουμε βαθιά προσωπικά απόψε τον μακρόσυρτο θαυμάσιο ύμνο, είναι του καθενός μας προσευχή.Μ. Βαμβουνάκη
 _________________________



«Κύριε η εν πoλλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή την σήν αισθομένη Θεότητα μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν, οδυρομένη μύρα σοι προ του ενταφιασμού κομίζει.

Οίμοι! λέγουσα, οτι νύξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας, ζοφώδης τε και ασέληνος ερως της αμαρτίας.

Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων, ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας, ο κλίνας τους ουρανούς τη αφάτω σου κενώσει.

Καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας, αποσμήξω τούτους δε πάλιν τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις ων εν τω Παραδείσω Εύα το δειλινόν κρότον τοις ώσιν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη.

Αμαρτιών μου τα πλήθη και κριμάτων σου αβύσσους τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου; Μη με την σήν δούλην παρίδης, Ο αμέτρητον έχων το έλεος»

——————————————–
(μετάφραση Φώτη Κόντογλου)
Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες, σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα και σε άλειψε με μυρωδικά πριν από τον ενταφιασμό σου κι έλεγε οδυρόμενη:

Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας.

Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων, εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας. Λύγισε στ’ αναστενάγματα της καρδιάς μου, εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.

Θα καταφιλήσω τα άχραντα πόδια σου, και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου, αυτά τα πόδια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό, τ’ άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε.

Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο, ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου; Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ’ αμέτρητο έλεος.