Παρασκευή 13 Ιουλίου 2018
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Νομπελίστα συγγραφέα Ναγκίμπ Μαχφούζ, "Χίμαιρα"
Ο Ναγκίμπ Μαχφούζ, υπήρξε, εν ζωή, ο γνωστότερος εκπρόσωπος της αραβικής
λογοτεχνίας. Γεννήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου του 1911 στο Κάιρο της Αιγύπτου, στην
πυκνοκατοικημένη, λαϊκή συνοικία «ελ Γκαμαλίγια», μια περιοχή που περιγράφεται
πολύ συχνά στα μυθιστορήματά του.
"Αν το παρελθόν ήταν ένας τόπος χειροπιαστός, θα έτρεχα με όλη μου
τη δύναμη να απομακρυνθώ, όμως αυτό με ακολουθεί σαν τη σκιά μου, είναι παντού
όπου κ αν βρίσκομαι. Δεν υπάρχει σωτηρία, ούτε λυτρωμός, δεν έχω λοιπόν άλλη
επιλογή από το να το αντιμετωπίσω καταπρόσωπο, με μάτια ορθάνοιχτα και σθεναρή
καρδιά. Κι όπως και να'χει, ο φόβος του θανάτου δεν είναι λιγότερο οδυνηρός από
τον ίδιο το θάνατο.."
«Η αγάπη είναι σαν την υγεία. Την παραμελούμε όταν υπάρχει και τη
λατρεύουμε όταν τη χάνουμε»
«Είναι φθονερή η αλήθεια όταν δε σου δείχνει τον δρόμο της, όταν δε σε
παρακινεί να τη φθάσεις, όταν σε αφήνει αβοήθητο, χαμένο μέσα στον λαβύρινθο
των διλημμάτων της, μισοπνιγμένο ναυαγό μέσα στη θάλασσα των ενδοιασμών και των
αναστολών της. Όποιος πιστεύει πως έφτασε κοντά στην αλήθεια θα πρέπει να βρήκε
τον δρόμο της· και όποιος νόμισε πως τη βρήκε χάθηκε, γιατί ούτε τη φθάνεις
ποτέ την αλήθεια, ούτε την αποφεύγεις, μόνο απεγνωσμένα την αποζητάς».
Πέμπτη 12 Ιουλίου 2018
Το μόνον της ζωής του ταξείδιον
''Αχ ψυχή μου,τίποτα δεν είδες στην ζωή σου...τίποτα.''
Καθισμένος στην κορυφή ενός λόφου, ο παππούς κι ο εγγονός μιλάνε για ταξίδια.
Για ταξίδια που έγιναν, για ταξίδια που δεν έγιναν ποτέ, για την ζωή.
Η ζωή του ενός πλησιάζει στο τέλος της. Η ζωή του άλλου μόλις αρχίζει.
Και οι δύο έχουν δοκιμάσει τη καταπίεση, και οι δύο ονειρεύονται να φύγουν, να δραπετεύσουν.
Για ταξίδια που έγιναν, για ταξίδια που δεν έγιναν ποτέ, για την ζωή.
Η ζωή του ενός πλησιάζει στο τέλος της. Η ζωή του άλλου μόλις αρχίζει.
Και οι δύο έχουν δοκιμάσει τη καταπίεση, και οι δύο ονειρεύονται να φύγουν, να δραπετεύσουν.
Τα ταξίδια είναι μία προσπάθεια φυγής από την πραγματικότητα.
Είναι μία απόδραση στον κόσμο του παραμυθιού.
Είναι το όνειρο, η τρέλα.
Ο παππούς βιώνει το ταξίδι μέσα από τα παραμύθια.
Η ζωή του επιφυλάσσει μόνο ένα αληθινό ταξίδι, στον ουρανό.
Η ζωή του επιφυλάσσει μόνο ένα αληθινό ταξίδι, στον ουρανό.
Από το λογοτεχνικό έργο του Γεώργιου Βιζυηνού...
Παίζουν:Ηλίας Λογοθέτης, Φραγκίσκη Μουστάκη
Σκηνοθεσία:Λάκης Παπαστάθης
Τετάρτη 11 Ιουλίου 2018
Ναζίμ Χικμέτ – Ο Χιζίρης, Απόσπασμα από το βιβλίο «Το ερωτευμένο σύννεφο»
Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε ένας
βασιλιάς. Μια μέρα λοιπόν βγάζει τελάληδες και λέει στούς υπηκόους του:
– Όποιος μου βρει και μου φέρει τον
Χιζίρη θα του κάνω ότι μου ζητήσει.
Ποιος μπορούσε όμως να ’βρει τον
Χιζίρι; Γιατί ο Ριζάρης κατέβαινε στον κόσμο μια φορά το χρόνο στη γιορτή του
Χιντρελέζ και δεν φτάνει μόνο αυτό, μα σαν κατέβαινε παρουσιαζότανε μονάχα
στους καλόψυχους ανθρώπους! Κι όποιος τον έβλεπε μπροστά του ζητούσε ό,τι
επιθυμούσε. Κι ο Χιζίρης εκτελούσε αμέσως την επιθυμία του. Πως ήταν λοιπόν
μπορετό να βρούνε τον Χιζίρη μόνο και μόνο επειδή το θέλησε ο βασιλιάς…
Ένας από τούς υπηκόους του βασιλιά,
με μεγάλη οικογένεια, ζούσε πολύ φτωχικά. Μόλις και τα φέρνανε βόλτα· πολλές
βραδιές μάλιστα πέφτανε νηστικοί στο κρεβάτι. Σαν άκουσε λοιπόν την επιθυμία του
βασιλιά λέει στη γυναίκα του:
– Έτσι κι αλλιώς όλοι εδώ θα
πεθάνουμε της πείνας. Θα πάω στο βασιλιά και θα του πω ότι εγώ μπορώ να του βρω
τον Χιζίρη. Θα του ζητήσω σαράντα μέρες καιρό και πολλά πολλά λεφτά που θα
φτάσουνε να ζήσετε καλά για όλη τη ζωή σας. Ύστερα από τις σαράντα μέρες… για
με κρεμάσει ο βασιλιάς για με κάψει, το ίδιο μου κάνει. Φτάνει πού θα ’χετε
γλιτώσει εσύ και τα παιδιά από την πείνα .
Η γυναίκα αγαπούσε πολύ τον άντρα
της. Και τί δεν έκανε να τον καταφέρει ν’ αλλάξει γνώμη. Του κάκου όμως. Ο
άντρας της είχε πάρει την απόφασή του. Παρουσιάζεται λοιπόν στο βασιλιά και του
λέει:
– Βασιλιά μου, εγώ θα σού βρω και
θα φέρω εδώ μπροστά σου τον Χιζίρη. Χρειάζομαι όμως σαράντα μέρες καιρό και
αρκετά λεφτά για την οικογένειά μου.
Ο βασιλιάς δίνει διαταγές στους
Ανθρώπους του. Κι ο καλός μας άνθρωπος, με τα λεφτά που πήρε, έκανε προμήθειες
σαράντα ολόκληρες μέρες σε τρόφιμα κι άλλα χρειαζούμενα για το σπίτι του.
Στις σαράντα πάνω ο βασιλιάς
φωνάζει τον άνθρωπό μας:
– Βρήκες τον Χιζίρη; τον ρωτάει.
– Όχι, βασιλιά μου, του απαντάει
εκείνος. Κι αν θες την αλήθεια δεν πρόκειται να τον βρω ποτέ. Σου είπα ψέματα,
αφέντη μου, για να γλιτώσω την οικογένειά μου από την πείνα.
Ο βασιλιάς θύμωσε πολύ κι αποφάσισε
να τον τιμωρήσει. Τί τιμωρία θα του έβαζε θα τ’ αποφάσιζε με τους βεζίρηδές
του. Ρωτάει λοιπόν τον πρώτο:
– Πώς να τιμωρήσουμε τούτονε δώ που
τόλμησε να ξεγελάσει τον βασιλιά;
– Να τον κόψουμε σε σαράντα μικρά
κομμάτια και να κρεμάσουμε κάθε κομμάτι στο τσιγκέλι του χασάπη, απαντάει
εκείνος.
Ακριβώς εκείνη τη στιγμή όμως
βλέπουνε ξαφνικά μπροστά τους ένα παιδάκι πού λέει:
– Ο καθένας με την τέχνη του.
Ο βασιλιάς, που δεν κατάλαβε τι
σημαίνανε τα λόγια του παιδιού, ρωτάει τον δεύτερο βεζίρη του:
–
Εσύ πως λες να τιμωρήσουμε τούτονε δω τον άνθρωπο που τόλμησε να
ξεγελάσει τον βασιλιά;
–
Να τον γδάρουμε και να γεμίσουμε το τομάρι του με άχυρο, απαντάει ο
δεύτερος.
Και το παιδάκι που παράστεκε:
– Ο καθένας με την τέχνη του,
ξαναλέει.
Ο βασιλιάς όμως ρωτάει τώρα και τον
τρίτο βεζίρη του:
– Εσύ τι λες;
Και ο τρίτος:
–
Τι να σου πω, βασιλιά μου. Η αιτία που είπε ψέματα τούτος εδώ ο
ανθρωπάκος είναι η πείνα. Σαν έχεις λίγη συμπόνια και καλοσύνη μέσα σου, πρέπει
να τον συγχωρέσεις.
Και το παιδάκι:
– Ο καθένας με την τέχνη του,
ξαναλέει.
Ο βασιλιάς τούτη τη φορά δεν
άντεξε:
– Ποιος είσαι συ; Από πού
ξεφύτρωσες; το ρωτάει. Όλο «ο καθένας με την τέχνη του» μας κοπανάς. Τι θες να
πεις λοιπόν;
Τότε το παιδάκι αρχίζει και λέει:
– Θέλω να πω, βασιλιά μου, πως ο
πρώτος σου βεζίρης, πριν τον πάρεις στην υπηρεσία σου, ήτανε χασάπης. Ζήτησε
λοιπόν τιμωρία κατά την τέχνη του. Κι ο δεύτερος, πριν γίνει βεζίρης σου, ήτανε
παπλωματάς. Κι αυτός ζήτησε τιμωρία κατά την τέχνη του. Ο τρίτος, όμως, πριν
γίνει βεζίρης σου, ήτανε δούλος, και ξέρει πολύ καλά τι θα πει φτώχεια, τι θα
πει πείνα. Γι’ αυτό ζήτησε να συγχωρέσεις τον ανθρωπάκο. Αν θες τώρα να μάθεις
για μένα, είμαι ο Χιζίρης που ζητούσες- που παρουσιάζομαι μόνο στους καλούς
ανθρώπους. Εδώ βέβαια δεν ήρθα για σένα και τους δύο βεζίρηδές σου, μα γι’
αυτόν τον φτωχό άνθρωπο και τον τρίτο βεζίρη σου. Άφησε λοιπόν ελεύθερο τον
ανθρωπάκο’ όπως σου ’χε υποσχεθεί μ’ έφερε εδώ, μπροστά σου.
Κι ο Χιζίρης, σαν να ’ταν σίγουρος
ότι ο βασιλιάς δεν θα τολμήσει να
πειράξει τον άνθρωπό μας και τον τρίτο βεζίρη του, ξεμάκρυνε απ’ το παλάτι
κουνώντας χαρούμενα τα χέρια του.
Τα μοναχικά βήματα,
Τάσος Λειβαδίτης
Υπάρχει λένε μια μεγάλη περιπέτεια για τον καθένα μας, αλλά που θα την
βρούμε;
Προς το παρόν ξεφυλλίζουμε τα παλιά ημερολόγια μήπως και σώσουμε κάτι απ’
τα χρόνια…
Αλήθεια τι συμβαίνει στην πραγματικότητα, ποιός θυμάται τι έγινε χτες,
όλα θολά συγκεχυμένα…
Το πρωί περπατάω πάνω στα ερείπια δύο πολέμων για να πάω στην κουζίνα για
καφέ.
Οι αλήτες κοιτάζουν τα τραίνα που φεύγουν και τα μάτια τους για μια
στιγμή
μένουν ορφανά και πάνω στις τζαμαρίες των σταθμών,
δεν είναι η βροχή αλλά τα απραγματοποίητα ταξίδια που κλαίνε.
μένουν ορφανά και πάνω στις τζαμαρίες των σταθμών,
δεν είναι η βροχή αλλά τα απραγματοποίητα ταξίδια που κλαίνε.
Οι μεθυσμένοι τρικλίζουν κάτω απ’ το βάρος της απεραντοσύνης, έξω απ’ τα
ορφανοτροφεία,
σωπαίνουν τα διωγμένα παραμύθια κι η γυναίκα στο παράθυρο
τόσο θλιμμένη, που είναι έτοιμη να φύγει για τον ουρανό.
σωπαίνουν τα διωγμένα παραμύθια κι η γυναίκα στο παράθυρο
τόσο θλιμμένη, που είναι έτοιμη να φύγει για τον ουρανό.
Όλα θολά συγκεχυμένα… Οι άλλοι φτιάχνουν από μας ένα πρόσωπο για δική
τους χρήση…
ποιοί είμαστε; … άγνωστο… και μόνο καμιά φορά μέσα στους εφιάλτες μας βρίσκουμε κάτι απ’ τον αληθινό εαυτό μας.
ποιοί είμαστε; … άγνωστο… και μόνο καμιά φορά μέσα στους εφιάλτες μας βρίσκουμε κάτι απ’ τον αληθινό εαυτό μας.
Χέρια που γκρεμίστηκαν σε αδέξιες χειρονομίες, μενεξεδένια ευσπλαχνία του
δειλινού που σκορπίζει λίγες βασιλικές δαντέλες στα γηροκομεία.
Το θεϊκό δικαίωμα των φτωχών πάνω στα υπάρχοντα των άλλων, τα μοναχικά
βήματα του περαστικού που σου θυμίζουν όλη τη ζωή σου κι ο πατέρας μου
πεθαμένος εδώ και τόσα χρόνια έρχεται κάθε βράδυ και με συμβουλεύει στον ύπνο
μου… μα πατέρα του λέω, ξεχνάς ότι τώρα είμαστε συνομήλικοι;
Ω γενιά μου χαμένη πήραμε μεγάλους δρόμους… μείναμε στη μέση… η ώρα του
θανάτου μας είναι γραμμένη σ’ όλα τα ρολόγια.
Φίλοι παιδικοί που είστε; με ποιούς θα συνεχίσω τώρα την περιπλάνησή μου
στο άπειρο;
Οι μεγάλοι κάθονται στα καφενεία, οι γρύλοι τα βράδια προσπαθούν να
συλλαβίσουν το ανείπωτο, η μητέρα άνοιγε τα γράμματα με τη φουρκέτα της…
Η ζωή μας είναι ένα μυστήριο που δεν μπορούμε να το μοιραστούμε…
μια θλίψη τ’ απογεύματα σαν άρωμα από παλιά βιβλία και κάθε φορά που προσπερνάμε ένα διαβάτη, είναι σαν να λέμε αντίο σ’ όλη τη ζωή.
μια θλίψη τ’ απογεύματα σαν άρωμα από παλιά βιβλία και κάθε φορά που προσπερνάμε ένα διαβάτη, είναι σαν να λέμε αντίο σ’ όλη τη ζωή.
Α ζωή, μια χειραψία με το άπειρο πριν χαθείς για πάντα…
Τα παιδιά ξέρουν καλά ότι το αδύνατο είναι η πιο ωραία λύση…
ενώ στο βάθος του δειλινού οι δύο οργανοπαίχτες με τ’ ακορντεόν παίζανε τώρα για την τύχη και τα καπέλα τους επιπλέανε ναυαγισμένα στη μουσική…
ενώ στο βάθος του δειλινού οι δύο οργανοπαίχτες με τ’ ακορντεόν παίζανε τώρα για την τύχη και τα καπέλα τους επιπλέανε ναυαγισμένα στη μουσική…
Γράψε λάθος
Στην
έμπνευσή της η Kική Δημουλά παραμένει χρονικογράφος των ασήμαντων συμβάντων του γύρω
κόσμου και του καθημερινού χρόνου.
Δὲν φτάνει
ποὺ ἤσουν ἐρχομὸς θερμοκηπίων
ἐνόχλησες
καὶ τὴν ὀρθογραφία μου.
Κατ’ ἐπανάληψη
λές, μ’ ἔπιασες νὰ γράφω
συνδιάζω ἀντὶ
συνδυάζω ποὺ σημαίνει
σύν-δυό,
βάζω τὸ ἕνα δίπλα στὸ ἄλλο
τὰ δυὸ μαζὶ
ἑνώνω – τὸ ζῶ τὸ ἀφήνουμε ἔξω
γιὰ μετά, ἂν
πετύχει ὁ συνδυασμός.
Δὲν εἶμαι
λάθος φίλε μου.
Εἶναι μία
πρόωρη ἀνάπτυξη ἀδυναμίας.
Δεῖξε μου ἐσὺ
ἕνα ὕψιλον
ποῦ νὰ
κατάφερε ποτὲ σωστὰ νὰ μᾶς ἑνώσει.
Συνδυασμοὶ
πολλοὶ ἀλλὰ πόσοι γνώρισαν
τὴ ρηματική
του ζῶ ἀπεραντοσύνη.
Ἀπ’ τὴ
σκοπιὰ τοῦ καθενὸς ἡ ὀρθογραφία.
Πάρε
παράδειγμα
τί κινητὰ
ποὺ γράφεται τὸ ψέμα:
Ὅταν ἐσὺ τὸ
ἐξακοντίζεις πρὸς τὸν ἄλλον
σωστὰ τὸ
γράφεις μέσα σου, θαρραλέα.
Ὅταν ὅμως ἐσὺ
τὸ δέχεσαι κατάστηθα
τότε τὸ γράφεις
ψαίμα.
Ρωτᾶς ἀπὸ
ποὺ ὡς ποὺ
γράφω τὴ
συμπόνοια μὲ ὄμικρον γιώτα.
Ποιὸς ξέρει
θὰ μὲ παρέσυρε ἡ ἄπνοια
ὁ ἀνοίκειος
τὸ ποίημα ἡ οἴηση
τὸ
κοιμητήριο ἡ οἰκουμένη τὸ οἰκτρὸν
καὶ ἡ ἀοιδὸς
ἐπιθυμία
ἀπ’ τὴν ἀρχὴ
νὰ ξαναγραφόταν ὁ κόσμος.
Ἐξάλλου σου
θυμίζω ἡ συμπόνια
πρωτογράφτηκε
λάθος ἀπὸ τὸ Θεό.
Κική
Δημουλά
Κυριακή 8 Ιουλίου 2018
Μαρίζα Κωχ - Φάτα Μοργκάνα
Δοκίμιο: «Οι ασύρματοι», Του Απόστολου Θηβαίου "Εις μνήμην Μαραμπού"
Για τους φίλους που διαγράφουν ακόμη κύκλους επίμονους και αιμάτινους, αγκαλιάζοντας παραλλήλους και θαλάσσιες διαδρομές. Για ΄κείνους που βαδίζουν τα μεσημέρια κάτω απ΄τους ήλιους, φτιάχνοντας προσευχές απ΄τη μοναξιά τους, ακόμη μες στα υψίσυχνα ρεύματα τούτου του κόσμου, στα φορτηγά πλοία των ωκεάνειων διαδρομών. Στα λιμανίσια σπίτια της αγάπης που μετρούν τον καιρό μ΄ονόματα μετέωρων φορτηγών στο βάθος των καμβάδων. Σκέφτομαι πως τέτοιους ποιητές τους μεγάλωσε το φως, εκείνο το ίδιο που μεγαλώνει τα ξένοιαστα πουλιά. Όσα συναντούν τις νύχτες οι ναυτικοί και όσοι ανήκουν στην ευγενή των κυνηγών του ονείρου τάξη είναι μυστικά. Ο Καββαδίας κατάγεται από νήσους μυστηριώδεις, όπως η Αμοργός. Νήσων που ποτέ δεν υπήρξαν στους γεωγραφικούς χάρτες, αλλά ως ανάμνηση και ιδέα αναδύονται τις νύχτες απ΄τα θολά νερά. Οι τόποι αυτοί είναι πάντα γνωστοί σαν τις περιοχές του ήλιου. Φιλοξενούνται στο βάθος των ρωπογραφιών ανάμεσα σε καρπούς πολύχρωμους και αγέραστα αηδόνια. Οι άνθρωποι αυτών των νησιών, όπως ο Νίκος Καββαδίας που επανέρχεται διαρκώς γι΄ άλλους λόγους πέρα απ΄ τον ιδιότυπο χορό του πάνω στο φτερό του καρχαρία, γνωρίζουν την τέχνη των νεαρών ορχηστρίδων που εξαφανίστηκαν απ΄ το προσκήνιο εδώ και αιώνες. Αυτός που πριν απ΄ τα χρόνια κοινωνούσε με νερό θαλασσινό, στάλα τη στάλα συναγμένο απ΄ το κορμί σου...
Ίσως για τον Καββαδία ο Γιώργος Ιωάννου έγραψε εκείνη την ιδέα. Για τα ωδικά πουλιά ετούτου του τόπου που ποτέ δεν πεθαίνουν.
Εγγραφή σε:
Σχόλια (Atom)





