Σάββατο 30 Ιουνίου 2018

Παραδοσιακό Κρήτης - ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ ΕΙΝΑΙ ΔΥΟ ΛΟΓΙΩ - Λουδοβίκος των Ανωγείων



..στο βορεινό παράθυρο
στο γιασεμί αποκάτω
μούπεσε το μαντήλι μου χαιρετισμούς γεμάτο...


Βίκυ Μοσχολιού - Σ’ ένα εξπρές | Vicky Moscholiou - S' ena express - Off...




Είδες οι έρημοι σταθμοί
πώς σου ματώνουν την ψυχή
όταν απάνω στη γραμμή
πέφτει το βράδυ.
Ζούνε μονάχα μια στιγμή
ένα φανάρι, μια στολή
κι ύστερα πάλι η σιωπή
και το σκοτάδι.

Σκέφτηκες άραγε ποτές
όλες αυτές τις διαδρομές
σε ποιο σταθμό ήσουνα χθες
σε ποιο βαγόνι.
Σ’ ένα εξπρές είσαι κι εσύ
που τρέχει πάνω στη ζωή
κι όλο μαζεύει η γραμμή
όλο τελειώνει.

Βίκυ Μοσχολιού
Γιάννης Σπανός

Ο ορκος της Αρετουσας

"Επισκευαστικά δάνεια"Κική Δημουλά



Εκκλησάκι έρημο εγκαταλειμμένο πιστευτό.
Θαρρείς ότι το έχτισε ερείπωση.
Τα κεραμίδια στον τρούλο
τρύπιο σάλι ριγμένο
στη γηραιά καμπούρα της ανάτασης.
Τα μικρά παράθυρα κρέμονται
κάπως στραβά στον τοίχο
σαν εικονίτσες που σεισμός τις μετακίνησε
από της πίστης το ίσιο.
Βιτρό
στα τζάμια συνθεμένα
με πολυκαιρινής βροχής σταγόνες ραγισμένες.

Άραγε να ζει μέσα η αγιότης
τρεφόμενη με σβηστά κεράκια μόνο;

Κλειδωμένη η αμφίβια πόρτα
- και στο μέσα σκότος βυθισμένη ζει
και στο φώς έξω κολυμπάει.
Επάνω της την πλάτη του ακουμπώντας
ένα σκαλοπατάκι
ζητιανεύει λίγην επισκευή. Έχει σπάσει.

Και η φύση που όλα τα καλοπιάνει
και την ακμή λατρεύει
και στη φθορά χατίρι δε χαλάει

επισκευάζει τη ρωγμή στο σκαλοπάτι
πολύχρωμα γεμίζοντάς την
με τσουκνίδες, γαϊδουράγκαθα, μολόχες,
δαφνόφυλλα και πικροπαπαρούνες.

Και γίνεται αίφνης
ανοιξιάτικος
ευδιάθετος γραφικός αισιόδοξος ο τρόμος
για την ερείπωση της εγκατάλειψής μας.

(Χλόη Θερμοκηπίου 2005)

ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ



Τα παράθυρα είναι τα εισιτήρια και ο νους του ταξιδιού. Παράθυρα για να βλέπεις, να ανασαίνεις, να ταξιδεύεις, να σκέφτεσαι και να μετράς τις στιγμές και τα χιλιόμετρα της ζωής.


 «Ο ήλιος ο ηλιάτορας», Ελύτης


Τα παράθυρα βρίσκονται εκεί για να ταξιδεύουν τη ματιά.
Για ν' αποκαλύπτουν ορίζοντες.
Για να υπόσχονται το "παραπέρα".
Για να λούζουν στο αληθινό φώς τ' άδεια δωμάτια.
Για να φτιάχνουν σκιές με χρώμα πάνω στούς λευκούς τοίχους..


Κ. Π. Καβάφης, «Τα παράθυρα»




«Σ’ αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ
μέρες βαρυές, επάνω κάτω τριγυρνώ
για νάβρω τα παράθυρα.— Όταν ανοίξει
ένα παράθυρο θάναι παρηγορία.—
Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ
να τάβρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.
Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία.
Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει.»


Γιώργος Ιωάννου, "Ὁμίχλη"




Μά, καμιά φορά, ὅταν ξυπνώντας τ' ἀπόγευμα, τήν ὥρα πού ἔλεγα ἄν θά πάω στό σινεμά ἤ στό καφενεῖο, ἔβλεπα ἀναπάντεχα ἀπ' τό παράθυρο τό ἀπέραντο θέαμα τῆς ὁμίχλης, ἄλλαζα ἀμέσως σχέδια καί πορεῖες. Σήκωνα τό γιακά τῆς καμπαρντίνας, κατέβαινα μέ σιγουριά τά σκαλιά κι ἔφευγα γιά τήν παραλία, χωρίς ταλαντεύσεις. Ἡ ὁμίχλη εἶναι γιά νά βαδίζεις μέσα σ' αὐτήν. Διασχίζεις κάτι πού εἶναι πυκνότερο ἀπό ἀέρας καί σέ στηρίζει. Ἀλλά καί κάτι ἀκόμα· ὁμίχλη χωρίς λιμάνι εἶναι πράγμα ἀταίριαστο.





Β. ΚΟΡΝΑΡΟΣ -[Ο Ερωτόκριτος στο παραθύρι της Αρετούσας] 


«…Στο παραθύρι η Αρετή ήστεκε κι ανιμένει,
το σκότος κείνο δε δειλιά, ύπνος δεν τη βαραίνει.
Δίχως φωτιά ήτον εδεκεί, φοβώντας μην περάσει
κιανείς και δει αντηλάρισμα, και το κακό λογιάσει.
Στη σκοτεινάγρα εκάθουντον, κ’ η Νένα την αφήνει,
που τότες δεν εθέλησε να στέκει μετά κείνη.

Εσίμωσε ο Ρωτόκριτος, στο παραθύρι απλώνει,
κι αγάλια-αγάλια, σιγανά, ποιός είναι φανερώνει.
Με ταπεινότη η Αρετή τρέμοντας ‘πιλογάται,
με μιά φωνή έτσι δαμινή, που δεν καλογρικάται.
Εφανερώσαν το κ’ οι δυό, πως είν’ εκεί σωσμένοι,
κι απόκει στέκου’ σα βουβοί, κ’ η γλώσσα τως σωπαίνει.
Ήτρεμ’ εκείνη σ’ μιά μερά, κ’ εκείνος εις την άλλη,
κι ο γ-είς τον άλλο ενίμενε την εμιλιά να βγάλει.
Μιάν ώρα εστέκα’ αμίλητοι, και τα πολλά οπού χώναν,
εχάνουνταν, σου φαίνεται, την ώραν που εσιμώναν.
Δεν είχαν την αποκοτιά θέλοντας να μιλήσουν,
δεν ξεύρουν από ποιά μερά τα Πάθη τως ν’ αρχίσουν…» 


Ανδρέας Καρκαβίτσας “Η Θάλασσα”
(απόσπασμα απο το Διήγημα τα “Λόγια της Πλώρης”)



...Ο πατέρας μου – μύρο το κύμα που τον τύλιξε – δεν είχε σκοπό να με κάμει ναυτικό.
– Μακριά, έλεγε, μακριά, παιδί μου, απ’ τ’ άτιμο στοιχειό!
Δεν έχει πίστη, δεν έχει έλεος. Λάτρεψέ την όσο θες, δόξασε την· εκείνη το σκοπό της. Μην κοιτάς που χαμογελά, που σου τάζει θησαυρούς. Αργά γρήγορα θα σου σκάψει το λάκκο ή θα σε ρίξει πετσί και κόκαλο, άχρηστο στον κόσμο. Είπες θάλασσα, είπες γυναίκα, το ίδιο κάνει.
Και τα έλεγε αυτά άνθρωπος που έφαγε τη ζωή του στο καράβι, που ο πατέρας, ο πάππος, ο πρόπαππος, όλοι ως τη ρίζα της γενιάς ξεψύχησαν στο παλαμάρι. Μα δεν τα έλεγε μόνον αυτός, αλλά κι οι άλλοι γέροντες του νησιού, οι απόμαχοι των αρμένων τώρα, και οι νιότεροι, που είχαν ακόμη τους κάλλους στα χέρια, όταν κάθιζαν στον καφενέ να ρουφήξουν τον ναργιλέ, κουνούσαν το κεφάλι και στενάζοντας έλεγαν:
– Η θάλασσα δεν έχει πια ψωμί. Ας είχα ένα κλήμα στη στεριά και μαύρη πέτρα να ρίξω πίσω μου.
Η αλήθεια είναι πως πολλοί τους όχι κλήμα, άλλα νησί ολάκερο μπορούσαν ν’ αποχτήσουν με τα χρήματα τους. Μα όλα τα έριχναν στη θάλασσα. Παράβγαιναν ποιος να χτίσει μεγαλύτερο καράβι, ποιος να πρωτογίνει καπετάνιος. Και γω που άκουα συχνά τα λόγια τους και τα έβλεπα τόσο ασύμφωνα με τα έργα τους δε μπορούσα να λύσω το μυστήριο. Κάτι, έλεγα, θεϊκό ερχόταν κι έσερνε όλες εκείνες τις ψυχές και τις γκρέμιζε άβουλες στα πέλαγα, όπως ο τρελοβοριάς τα στειρολίθαρα.
Αλλά το ίδιο κάτι μ’ έσπρωχνε και μένα εκεί. Από μικρός την αγαπούσα τη θάλασσα. Τα πρώτα βήματα μου να ειπείς, στο νερό τα έκαμα. Το πρώτο μου παιχνίδι ήταν ένα κουτί από λουμίνια μ’ ένα ξυλάκι ορθό στη μέση για κατάρτι, με δυο κλωστές για παλαμάρια, ένα φύλλο χαρτί για πανάκι και με την πύρινη φαντασία μου που το έκανε μπάρκο τρικούβερτο. Πήγα και το έριξα στη θάλασσα με καρδιοχτύπι. Αν θέλεις, ήμουν και γω εκεί μέσα. Μόλις όμως το απίθωσα, και βούλιαξε στον πάτο. Μα δεν άργησα να κάμω άλλο μεγαλύτερο από σανίδια. Ο ταρσανάς για τούτο ήταν στο λιμανάκι του Αϊ-Νικόλα. Το έριξα στη θάλασσα και τ’ ακολούθησα κολυμπώντας ως την εμπατή του λιμανιού που το πήρε το ρέμα μακριά. Αργότερα έγινα πρώτος στο κουπί, στο κολύμπι πρώτος, τα λέπια μου έλειπαν.

Παρασκευή 29 Ιουνίου 2018


«Ιδιωτική οδός», Οδυσσέας Ελύτης


Van Gogh, «Church of Auvers-sur-Oise», June, 1890. Musée d’Orsay, Paris




Η ιδιωτική οδός κόβει μεσ’ απ’ τον χρόνο. Πας πιο γρήγορα σπίτι σου από την Κωνσταντινούπολη. Και πάλι, το σπίτι σου δεν είναι ακριβώς εκείνο πού ήξερες. Είναι μια αγροικία μεγάλη με διπλές πέτρινες σκάλες σαν εκείνη του Πούσκιν στην Κριμαία. Παράδειγμα στην τύχη φέρνω.
Κάποτε συμβαίνει να προλαβαίνεις τα πράγματα στην παιδική τους ηλικία: το αυλιδάκι, το κουζινάκι, τη λεμονίτσα, τις λιμνούλες. Αντιλαμβάνεσαι πόσο λίγη σημασία έχει ο χρόνος, αν δεν είσαι ληξίαρχος. Και ρίχνεις την καθετή σου μέσα στα γεγονότα για ν’ ανασύρεις, απλώς, λίγην ευφράδεια νερών, μιαν αντανάκλαση, μια κυανή διαφάνεια. Τ’ άλλα, και δη σε κατάσταση ωμή, σου είναι άχρηστα. Βγάνουν συμφέρον, οξυγόνο δε βγάνουν. Κι η φρόνηση της ελαίας από κοντά.
Είναι ανοιχτή για τον καθένα μας η ιδιωτική του οδός. Και όμως· την ακολουθούν ελάχιστοι. Μερικοί, μόνον όταν συμβεί μια ή δυο φορές στη ζωή τους να είναι ερωτευμένοι. Κι οι υπόλοιποι ποτέ. Είναι αυτοί που αποχωρούν μια μέρα από τη ζωή χωρίς να έχουν πάρει καν είδηση τι τους συνέβη. Και είναι κρίμας. Είναι κρίμας αυτός ο ισόβιος εγκλεισμός στην κιβωτό της Ανάγκης, με καθηλωμένες τις αισθήσεις σε υπηρετικό επίπεδο.


MARTIN BULINYA, African Art, Nairobi – Kenya











Η τέχνη του Bulinya Martin είναι δημοφιλής σε όλο τον κόσμο. Χρωματίζει με ακρυλικά χρώματα ή χρώματα ακουαρέλας με ένα μοναδικό στυλ στον κόσμο.

"Είμαστε μόνοι παρέα με όλα όσα αγαπούμε"
(από το Μικρό Ναυτίλο του  Ελύτη)


Τι θέλεις τι ζητάς
 που 'ναι το νόημα που σου 'πεσε απ'τα χέρια
H μουσική που ακούς μόνος εσύ και τα γυμνά
Πόδια που αλλάζουν γη σαν της χορεύτριας
Ενώ τιvάζεται ο κομήτης των μαλλιών της και μια σπίθα
Πέφτει μπροστά σου επάνω στο χαλί
Κει που κοιτάς να σε απατά η αλήθεια

Που πας ποια Θλίψη ποιο καιούμενο
Φόρεμα είναι αυτό που σου αποσπά τη σάρκα ποια
Mεταποιημένη αρχαία πηγή για να σε κάνει να χρησμοδοτείς
Eτσι φύλλο το φύλλο καί βότσαλο το βότσαλο

Εφηβε γονατιστέ στον διάφανο βυθό
Που όσο κοιμάμαι και ονειρεύομαι τόσο σε βλέπω
ν' ανεβαίνεις
M'ένα πανέρι πράσινα όστρακα και φύκια
Δαγκάvovτας σα νόμισμα τη θαλασσα την ίδια που
Σου'δωκε τη λάμψη αυτή το φως αυτό το νόημα που γυρεύεις.


Ο μύθος του Σίσυφου
Enrique Perez




Οι θεοί είχαν καταδικάσει τον Σίσυφο να κυλάει αδιάκοπα ένα βράχο ως την κορυφή ενός βουνού απ' όπου η πέτρα, με το βάρος της, ξανάπεφτε. Είχαν σκεφτεί, κάπως δικαιολογημένα, πως δεν υπάρχει πιο φοβερή τιμωρία απ' τη χωρίς όφελος κι ελπίδα εργασία.

Εάν πιστέψουμε τον Όμηρο, ο Σίσυφος ήταν ο πιο ήσυχος κι ο συνετότερος των θνητών. Μια άλλη, όμως, παράδοση τον παρουσιάζει σαν ληστή. Δε βλέπω εδώ καμιά διαφορά. Οι γνώμες διαφέρουν πάνω στα αίτια που τον ανάγκασαν να γίνει ο χωρίς κέρδος εργάτης του Άδη. Κατ' αρχάς του καταλογίζουν κάποια αστοχασιά με τους θεούς. Αποκάλυψε τα μυστικά τους. Η Αίγινα, κόρη του Αισώπου, αρπάχτηκε από τον Δία. Ο πατέρας ταράχτηκε απ' την απαγωγή και απευθύνθηκε στον Σίσυφο. Αυτός, που ήξερε για την αρπαγή, υποσχέθηκε στον Ασωπό να τον βοηθήσει, με τον όρο πως θα έδινε νερό στον Ακροκόρινθο. Για τους ουράνιους κεραυνούς, θα δεχτεί την ευλογία του νερού. Τιμωρήθηκε στον Άδη. Ο Όμηρος μας διηγείται επίσης ότι ο Σίσυφος αλυσόδεσε το Θάνατο. Ο Πλούτων δεν μπόρεσε να ανεχτεί το θέαμα της έρημης και σιωπηλής αυτοκρατορίας του. Έσπευσε να στείλει το θεό του πολέμου που ελευθέρωσε το Θάνατο από τα χέρια του νικητού του.

Λένε ακόμα πως όταν ο Σίσυφος ήταν ετοιμοθάνατος θέλησε να δοκιμάσει ανόητα την αγάπη της γυναίκας του. Τη διέταξε ν' αφήσει άταφο το πτώμα του στη μέση της δημόσιας πλατείας. Ο Σίσυφος ξαναβρέθηκε στον Άδη. Κι εκεί, θυμωμένος εξ αιτίας μιας υπακοής τόσο αντίθετης στην ανθρώπινη αγάπη, πήρε την άδεια από τον Πλούτωνα να επιστρέψει στη γη για να τιμωρήσει τη γυναίκα του. Μα όταν ξανάδε την όψη αυτού του κόσμου, γεύτηκε το νερό και τον ήλιο, τις ζεστές πέτρες και τη θάλασσα, δεν ήθελε να γυρίσει στην καταχθόνια σκιά. Οι προσκλήσεις, οι θυμοί κι οι συμβουλές δεν απέδωσαν τίποτα. Για πολλά χρόνια αφέθηκε στην καμπύλη του κόλπου, στη λάμψη της θάλασσας και στα χαμόγελα της γης. Χρειαζόταν η επέμβαση των θεών. Ο Ερμής ήρθε να πιάσει τον θρασύ από το σβέρκο και, αποσπώντας τον απ' τις χαρές του, τον ξανάφερε με τη βία στον Άδη όπου ο βράχος του ήταν έτοιμος.

Έχουμε ήδη καταλάβει πως ο Σίσυφος είναι ο παράλογος ήρωας. Τα πάθη του τον συνιστούν περισσότερο απ' το μαρτύριό του. Η περιφρόνησή του για τους θεούς, το μίσος του για το θάνατο και το πάθος του για τη ζωή του στοίχισαν αυτό το ανείπωτο μαρτύριο, να δίνει όλο του το είναι χωρίς ανταμοιβή. Είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσει για τα γήινα πάθη. Δε μας αφηγούνται τίποτα για τον Σίσυφο στον Άδη. Οι μύθοι φτιάχνονται για να τους ζωογονεί η φαντασία. Σ' αυτόν βλέπουμε μόνο όλη την προσπάθεια ενός τεντωμένου κορμιού ν' ανασηκώσει την πελώρια πέτρα, να τη γυρίσει και να την κάνει ν' αναρριχηθεί σε μια πλαγιά που έχει ανεβοκατέβει εκατό φορές. Βλέπουμε το συσπασμένο πρόσωπο, το κολλημένο πάνω στην πέτρα μάγουλο, τον ώμο που δέχεται το λασπωμένο όγκο, το πόδι που τον στηρίζει, τη διαστολή των μυώνων, την ανθρώπινη σιγουριά δυο χεριών γεμάτων γη. Στο έπακρο αυτής της τρομερής προσπάθειας, της μετρημένης με το χωρίς ουρανό διάστημα και το χωρίς βάθος χρόνο, ο σκοπός εκπληρώνεται. Ο Σίσυφος τότε, κοιτάζει την πέτρα να κατηφορίζει σε μερικές στιγμές προς αυτόν το χαμηλό κόσμο απ' όπου θα πρέπει να την ανεβάσει πάλι στην κορυφή. Ξανακατεβαίνει στην πεδιάδα.

Όσο διαρκεί αυτή η επιστροφή, αυτή η παύση, ο Σίσυφος μ' ενδιαφέρει. Ένα πρόσωπο που βασανίζεται τόσο κοντά στις πέτρες είναι ήδη πέτρα. Βλέπω αυτό τον άνθρωπο να ξαναπηγαίνει, βαδίζοντας βαριά μα σταθερά, προς το ατέλειωτο μαρτύριο. Αυτή η ώρα που είναι σα μια αναπνοή και ξανάρχεται το ίδιο σίγουρα με τη δυστυχία του, αυτή η ώρα, είναι η ώρα της συνείδησης. Σε κάθε μια απ' τις στιγμές της, από τότε που αφήνει την κορυφή και κατευθύνεται σιγά - σιγά προς τις τρώγλες των θεών, είναι υπέροχος μέσα στη μοίρα του. Είναι πιο δυνατός από το βράχο του.

Εάν αυτός ο μύθος είναι τραγικός, είναι γιατί ο ήρωάς του έχει συνείδηση. Πράγματι, που θα βρισκόταν ο πόνος του, εάν σε κάθε βήμα τον ενθάρρυνε η ελπίδα της επιτυχίας; Ο σύγχρονος εργάτης όλες τις μέρες της ζωής του κάνει την ίδια δουλειά κι αυτή η μοίρα δεν είναι λιγότερο παράλογη. Αλλά δεν είναι τραγικός παρά στις σπάνιες στιγμές που αποκτά συνείδηση. Ο Σίσυφος, προλετάριος των θεών, ανίσχυρος κι επαναστατημένος, ήξερε όλη την έκταση της άθλιας ύπαρξής τους: είναι εκείνη που σκέφτεται όσο διαρκή η κατάβασή του. Η σύνεση με την οποία δέχεται το μαρτύριό του συμπληρώνει την ίδια στιγμή τη νίκη του. Δεν υπάρχει μοίρα που να μη νικιέται με την περιφρόνηση.

Έτσι, αν η κατάβαση γίνεται για μερικές μέρες μέσα στον πόνο, μπορεί να γίνει επίσης μέσα στη χαρά. Αυτή η φράση δεν είναι υπερβολική. Φαντάζομαι ακόμα τον Σίσυφο να ξαναπηγαίνει προς το βράχο του και τον πόνο ν' αρχίζει. Όταν οι εικόνες της γης μένουνε τόσο δυνατά στη μνήμη, όταν η επιθυμία της ευτυχίας γίνεται τόσο έντονη, στην καρδιά του ανθρώπου γεννιέται όλη η θλίψη: είναι η νίκη του βράχου, γίνεται βράχος ο ίδιος. Η αμέτρητη λύπη είναι ανυπόφορη. Είναι οι νύχτες μας στη Γεσθημανή. Μα οι αβάσταχτες αλήθειες καταστρέφουν όταν μαθαίνονται. Έτσι, στην αρχή, ο Οιδίπους υπακούει στο πεπρωμένο που αγνοεί. Η τραγωδία του αρχίζει από τη στιγμή που μαθαίνει. Αλλά τότε, τυφλός κι απελπισμένος, γνωρίζει ότι το μόνο που τον κρατάει δεμένο μ' αυτό τον κόσμο είναι το δροσερό χέρι ενός κοριτσιού και μια μεγαλόστομη φράση αντηχεί: "Παρά τις τόσες δοκιμασίες, τα γερατειά και το μεγαλείο της ψυχής μου, μου δίνουν το δικαίωμα να κρίνω πως όλα είναι καλά". Ο Οιδίπους του Σοφοκλή, σαν τον Κιρίλωφ του Ντοστογιέφσκι, δίνει έτσι τον τύπο της παράλογης νίκης. Η αρχαία σύνεση συναντιέται με το σύγχρονο ηρωισμό.

Δεν ανακαλύπτει κανείς το παράλογο αν δεν επιχειρήσει να γράψει κάποιο εγχειρίδιο ευτυχίας. "Ε, πώς, από τόσο στενούς δρόμους…;" Όμως, ένας κόσμος υπάρχει. Η ευτυχία και το παράλογο είναι δυο παιδιά της ίδιας γης. Είναι αχώριστα. Θα ήταν σφάλμα να πει κανείς πως η ευτυχία γεννιέται αναγκαστικά από την ανακάλυψη του παράλογου. Συμβαίνει το ίδιο συχνά, το συναίσθημα του παράλογου να γεννιέται από την ευτυχία. "Κρίνω πως όλα είναι καλά", λέει ο Οιδίπους, κι αυτή η φράση είναι ιερή. Αντηχεί στο βάρβαρο και περιορισμένο από τον ανθρώπινο κόσμο. Δείχνει πως τίποτα δεν είναι, δεν ήταν εξαντλημένο. Διώχνει απ' αυτό τον κόσμο ένα θεό που μπήκε μ' απληστία και με τη γεύση των ανώφελων πόνων. Από το πεπρωμένο δημιουργεί μια ανθρώπινη υπόθεση που πρέπει οπωσδήποτε να ρυθμιστεί ανάμεσα στους ανθρώπους.

Όλη η βουβή χαρά του Σίσυφου βρίσκεται εκεί. Το πεπρωμένο του του ανήκει. Ο βράχος είναι η πραγματικότητά του. Όμοια, ο παράλογος άνθρωπος όταν μελετάει το μαρτύριό του, κάνει όλα τα είδωλα να βουβαθούν. Στο ξαφνικά παραδομένο στη σιωπή του σύμπαν, υψώνονται οι χιλιάδες μικρές έκθαμβες φωνές της γης. Ασυνείδητες και μυστικές επικλήσεις, προσκλήσεις προς όλα τα πρόσωπα, αποτελούν την αναγκαία επιστροφή και το τίμημα της νίκης. Δεν υπάρχει ήλιος χωρίς σκιά και πρέπει να γνωρίσουμε τη νύχτα. Ο παράλογος άνθρωπος λέει ναι και ο αγώνας του θα είναι πια αδιάκοπος. Εάν υπάρχει ένα προσωπικό πεπρωμένο, δεν υπάρχει ούτε μια στιγμή εξαιρετικής τύχης ή το πολύ να υπάρχει μια, εκείνη που κρίνεται σα μοιραία κι αξιοκαταφρόνητη. Όσο για τις υπόλοιπες, ο άνθρωπος ξέρει πως είναι κύριος της ζωής του. Σ' αυτή την κρίσιμη στιγμή που ο άνθρωπος ξαναγυρίζει στη ζωή του, ο Σίσυφος - πηγαίνοντας πάλι προς το βράχο του - μελετάει αυτή την ασύνδετη σειρά των πράξεων που γίνεται πεπρωμένο του, φτιαγμένο από τον ίδιο, απλό κάτω απ' το βλέμμα της μνήμης και σφραγισμένο σε λίγο με το θάνατό του. Έτσι, πεισμένος για την εντελώς ανθρώπινη προέλευση όλων των ανθρώπινων, τυφλός που ποθεί να δει και ξέρει πως η νύχτα είναι ατέλειωτη, βρίσκεται πάντα σε πορεία. Ο βράχος γυρίζει ακόμα.

Αφήνω τον Σίσυφο στους πρόποδες του βουνού. Πάντα ξαναβρίσκει κανείς το φορτίο του. Ο Σίσυφος όμως, συμβολίζει την ανώτερη πίστη που αρνιέται στους θεούς κι ανυψώνει τους βράχους. Κι εκείνος κρίνει πως όλα είναι καλά. Αυτό το σύμπαν, αδέσποτο στο εξής, δεν του φαίνεται άκαρπο ούτε μάταιο. Ο κάθε κόκκος της πέτρας, η κάθε λάμψη αυτού του γεμάτου νύχτα βουνού πλάθει, μονάχα γι' αυτόν, τη μορφή ενός κόσμου. Ακόμα κι ο ίδιος ο αγώνας προς την κορυφή φτάνει για να γεμίσει μια ανθρώπινη καρδιά. Πρέπει να φανταστούμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο.

Νένα Βενετσάνου - Θέλω να μου μιλήσεις [1980]

Hay Amores - Shakira (El Amor en los tiempos del cólera)

Δευτέρα 25 Ιουνίου 2018

ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ ΕΓΩ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΠΟΙΗΤΗΣ

Ο ΓΛΑΡΟΣ - ΜΑΝΩΛΗΣ ΛΙΔΑΚΗΣ



Έκανα τη μοναξιά μου
παραθύρι στα όνειρα μου
κι ήρθε κι έκατσε ένας
γλάρος και μου μίλησε με θάρρος.
Μου 'πε: κοίτα πως πετάω
κι από τα ψηλά κοιτάω
έτσι είδα τα όνειρά σου
κι είμαι τώρα εδώ μπροστά σου.

Μου 'πε κι άλλα - μου 'πε
κι άλλα ώσπου άρχισε ψιχάλα...
έλα, μου 'πε, πάμε τώρα
δε φοβόμαστε τη μπόρα...

Θα πετάξουμε παντού έχω
θύελλα στο νου
αστραπή μες στην καρδιά
μου ουρανό τα όνειρά μου.

Έκανα τη μοναξιά μου
παραμύθι στα όνειρά μου
κι ήρθε κι έκατσε ένας
γλάρος και μου μίλησε με θάρρος


Ξεχάστε με στη θάλασσα. Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία…Θόδωρος Αγγελόπουλος




Ξεχάστε με στη θάλασσα


Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία..
Αλλά  δεν μπορώ να κάνω το ταξίδι σας
Είμαι επισκέπτης
Το κάθε τι που αγγίζω με πονάει πραγματικά
Και έπειτα δεν μου ανήκει
Όλο και κάποιος βρίσκεται  να πεί
Δικό μου είναι
Εγώ δεν έχω τίποτα δικό μου
Είχα πεί κάποτε με υπεροψία
Τώρα καταλαβαίνω πως το τίποτα, είναι τίποτα
Ότι  δεν έχω καν όνομα
Και πρέπει να γυρεύω ένα κάθε τόσο
Δώστε μου ένα μέρος να κοιτάω
Ξεχάστε με στη θάλασσα
Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία


(ανέκδοτο ποίημα του Θόδωρου Αγγελόπουλου γραμμένο το 1982 λίγο πριν από την έναρξη συγγραφής του σεναρίου της ταινία «Ταξίδι στα Κύθηρα»)


"Φαντασία "





Nάναι σα να μας σπρώχνει ένας αέρας μαζί
προς έναν δρόμο φειδωτό που σβει στα χάη,
και σένα του καπέλλου σου βαμμένη φανταιζί
κάποια κορδέλλα του, τρελλά να χαιρετάει.

Kαι νάν’ σαν κάτι να μου λες, κάτι ωραίο κοντά
γι’ άστρα τη ζώνη που πηδάν των νύχτιων φόντων,
κι’ αυτός ο άνεμος τρελλά, –τρελλά να μας σκουντά
όλο προς τη γραμμή των οριζόντων.

Kι’ όλο να λες, να λες, στα θάμβη της νυκτός
για ένα –με γυάλινα πανιά– πλοίο που πάει
όλο βαθειά, όλο βαθειά, όσο που πέφτει εκτός :
όξ’ απ’ τον κύκλο των νερών –στα χάη.

Kι’ όλο να πνέει, να μας ωθεί αυτός ο αέρας μαζί
πέρ’ από τόπους και καιρούς έως ότου –φως μου–
–καθώς τρελλά θα χαιρετάει κείν’ η κορδέλλα η φανταιζί,–
βγούμε απ’ την τρικυμία αυτού του κόσμου…
(από το Ουλαλούμ,1936) Γ. Σκαρίμπας

Ερωτικο - Ελευθερια Αρβανιτακη



Ερωτικό
ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ

Καημός αλήθεια να περνώ
του έρωτα πάλι το στενό
 ώσπου να πέσει η σκοτεινιά
 μια μέρα του θανάτου.

 Στενό βαθύ και θλιβερό
που θα θυμάμαι για
καιρό
 τι μου στοιχίζει στην καρδιά
 το ξαναπέρασμά του.

 Ας είν' ωστόσο, τι ωφελεί
 γυρεύω πάντα το φιλί
 στερνό φιλί, πρώτο φιλί
 και με λαχτάρα πόση.

 Γυρεύω πάντα το φιλί
αχ, καρδιά μου που μου
το τάξανε πολλοί
 όμως δε μπόρεσε κανείς
ποτέ να μου το δώσει.

Ίσως μια μέρα όταν χαθώ
γυρνώντας πάλι στο βυθό
 και με τη νύχτα μυστικά
γίνουμε πάλι ταίρι

Αυτό το ανεύρετο φιλί
 που το λαχτάρησα πολύ
 σαν μια παλιά της οφειλή


να μου το ξαναφέρει.

Και καρτερώ... Μανώλης Λυδάκης

Συννεφα του γιαλου-Γιάννης Χαρούλης

Θοδωρής Κοτονιάς -Τα κλειδιά (με στίχους)







…κι αν ποτέ της δεν ανοίξει
ο αέρας θα φυσήξει
να σου φέρει πίσω ό,τι σου χρωστά..