Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2018


Mπορώ να γίνω ευτυχισμένος με τα πιο απλά πράγματα



Monet – The Garden of Monet at Argenteuil, 1873

και με τα πιο μικρά..
Και με τα καθημερινότερα των καθημερινών.
Μου φτάνει που οι εβδομάδες έχουν Κυριακές.
Μου φτάνει που τα χρόνια φυλάνε Χριστούγεννα για το τέλος τους.

Που οι χειμώνες έχουν πέτρινα, χιονισμένα σπίτια.
Που ξέρω ν' ανακαλύπτω τα κρυμμένα πετροράδικα στις κρυψώνες τους.
Μου φτάνει που μ' αγαπάνε τέσσερις άνθρωποι.
Πολύ...
Μου φτάνει που αγαπάω τέσσερις ανθρώπους.
Πολύ...
Που ξοδεύω τις ανάσες μου μόνο γι' αυτούς.
Που δεν φοβάμαι να θυμάμαι.
Που δε με νοιάζει να με θυμούνται.
Που μπορώ και κλαίω ακόμα.
Και που τραγουδάω... μερικές φορές...
Που υπάρχουν μουσικές που με συναρπάζουν.
Και ευωδιές που με γοητεύουν...
Οδυσσέας Ελύτης








Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2018


Στην εκκλησία του χωριού μου κάποιες χειμωνιάτικες βραδιές, την ώρα που ο εσπερινός τελειώνει και οι πόρτες της κλειδώνουν απέξω το κρύο και την ακινησία, ξεκινά η μυστική λειτουργία.




Κίτρινα φώτα στους δρόμους διυλίζουν τη βροχή, τους φόβους, την ερημιά.
Από νωρίς έχουν κλειστεί στα σπίτια τους οι κάτοικοι μαζί με τις έγνοιες τους και ο αέρας διαπερνά τα σοκάκια,τις αυταπάτες, τις γρίλιες και τις κερκόπορτές τους.
Μα ο νους, που ερωτεύτηκε τα άυλα, ακούει στο σφύριγμά του ανέμου τα αόρατα σήμαντρα να καλούν για το μεγάλο απόδειπνο. Ιερείς από αλλοτινές εποχές ντύνονται τα άμφια των αιώνων και παίρνουν τις θέσεις τους στο ιερό, στα εξαπτέρυγα, που λαμποκοπούν ζωντανεμένα, στο θυσιαστήριο, στην πρόθεση.

Στα στασίδια γνώριμες μορφές, που από καιρό έχουν πεθάνει. Οι γέροντες και οι γριές των παιδικών μου χρόνων, όσοι εξαλείφθηκαν τόσο αιφνίδια μες τη ζωή μου και λιγόστεψαν στη μνήμη, πρόσωπα, που ξεθώριασαν στον ασβέστη του χρόνου, σύντροφοι, που κάποτε, πλανεμένος από τη νεότητα, τους θεώρησα παντοτινούς και αναλλοίωτους.

Άλλοι κρατούν τη σύνοψη με τις σταλαγματιές τις κίτρινες και σιγοψέλνουν, άλλοι ξεριζώνουν τα κεριά από τα μανουάλια και άλλοι σηκώνονται στο πέρασμα του θυμιάματος και του διάκου. Η περιφορά αγιάζει όσα υπήρξαν. Και όσα πέρασαν δέονται για αυτά που θα έλθουν. Και όλοι μαζί ετούτοι που νήστεψαν τα επίγεια μεταλαμβάνουν την οδύνη του ανθρώπου μπροστά στην ωραία πύλη.

Παιδιά μικρά που χάθηκαν από αρρώστια ή ατύχημα, ιεροπαίδες ντύνονται την αθωότητα, τα στιχάρια και τα οράρια κρατώντας τους σταυρούς του μαρτυρίου.

Οι θύρες ανοίγουν και πληθαίνει το φοβερό εκκλησίασμα. Στις εικόνες οι προφήτες και οι άγιοι και οι βιβλικές σκηνές πυρπολούνται από θείο φως και ενσαρκώνονται. Ο ναός όλος κινείται και ανυψώνεται και αιωρείται μαζί με μελίσματα βυζαντινά, φθόγγους αρχαίους και μοιρολόγια παλιά, αιολικά.

Οι ψαλμοί γίνονται θρόισμα, που λικνίζει τις κανδήλες, ισοπεδώνει την έπαρση, πριν κατευθυνθεί προς την Παναγία την απροσμάχητη.

Κι εκεί κάτω από τον άμβωνα, οι δικοί μου νεκροί, οι αγαπημένοι απόντες, εκείνοι που με τη στοργή τους ανεξάληπτα καθόρισαν οτιδήποτε έμελε να γίνω, κρατούν από το χέρι ένα αγέννητο παιδάκι.
Η νύχτα προχωρά και οι ψυχές οι κατανυκτικές ανασκιρτούν στην έλευση του Κυρίου. Προχωρά ο Χριστός και αγάλλεται η χειμερινή εκκλησία και το κοιμισμένο χωριό και οι ψυχές δέχονται τη συγκατάβαση και την ευλογία Του.
Υπάρχουν κάποιες βραδιές ερημικές που ο καθένας στη ζωή του θα ακούσει τα αόρατα σήμαντρα της μυστικής λειτουργίας. Αρκεί ο νους του να έχει ερωτευτεί τα άυλα και τα αφανέρωτα.

Παπάνης Ευστράτιος


Τι να σου πω….



Για την κούραση μου
Για τους πόνους μου
Για τις φοβίες μου.
Για τα λάθη μου.

Για τα άγχη μου.
Για τις αδυναμίες μου.

Μα πάνω απ’ όλα για το κενό που αισθάνομαι τόσα χρόνια μέσα μου. Κάτι μου λείπει. Δε μπορώ να το προσδιορίσω ακόμα. Το μόνο που ξέρω είναι ότι αυτό (ΤΟ ΚΕΝΟ) με κάνει πολύ δυστυχισμένη.

Πάλι έχω τάσεις για φυγή. Αν δεν είχα τις φοβίες μου , ίσως είχα εξαφανιστεί. Δεν ξέρω για που. Απλά μήπως έτσι νιώσω ελεύθερη.

«Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασε η ώρα. Δώδεκα και μισή. Πως πέρασαν τα χρόνια.» -ΚΩΝ /ΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ

Απ' τες εννιά
Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα
απ' τες εννιά που άναψα την λάμπα,
και κάθησα εδώ. Καθόμουν χωρίς να διαβάζω,
και χωρίς να μιλώ. Με ποιόνα να μιλήσω
κατάμονος μέσα στο σπίτι αυτό.
Το είδωλον του νέου σώματός μου,
απ' τες εννιά που άναψα την λάμπα,
ήλθε και με ηύρε και με θύμησε
κλειστές κάμαρες αρωματισμένες,
και περασμένην ηδονή - τι τολμηρή ηδονή!
Κ' επίσης μ' έφερε στα μάτια εμπρός,
δρόμους που τώρα έγιναν αγνώριστοι,
κέντρα γεμάτα κίνησι που τέλεψαν,
και θέατρα και καφενεία που ήσαν μια φορά.
Το είδωλον του νέου σώματός μου
ήλθε και μ' έφερε και τα λυπητερά·
πένθη της οικογένειας, χωρισμοί,
αισθήματα δικών μου, αισθήματα
των πεθαμένων τόσο λίγο εκτιμηθέντα.
Δώδεκα και μισή. Πως πέρασεν η ώρα.
Δώδεκα και μισή. Πως πέρασαν τα χρόνια.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Πηγή: Aντικλείδι

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2018


Οι Νέες των επαρχιών  



John Atkinson Grimshaw

Τις νέες συλλογίζουμαι στις απομακρυσμένες
τις επαρχίες, τα χλωμά και κρύα δειλινά,
όταν πίσω απ' το τζάμι τους κοιτάν' στηλά το δρόμο
κι αναστενάζουνε γιατί κανένας δεν περνά...

Τις συλλογιέμαι στις θαμπές του φθινοπώρου ημέρες,
όταν κοιτάνε τη βροχή να πέφτει στην αυλή τους
κι ανασηκώνουν στους στενούς τους ώμους τους το σάλι,
γιατί ένα ρίγος παγερό νιώθουν ως την ψυχή τους...

Συλλογιστήκατε ποτέ τις νέες στις επαρχίες,
που περιμένουνε να 'ρθεί, το βράδυ, η εφημερίδα,
για να διαβάσουν άπληστα το μυθιστόρημά της
και μάθουν τί απόγινε η όμορφη ηρωίδα;

Που ανταλλάσουν καρτ-ποστάλ -«ιδίως τοπία και άνθη»-
και διατηρούν ρομαντική, κρυφά, αλληλογραφία
μ' έναν άγνωστον, που μ' άπειρα χαρίσματα τον πλάθουν
κ' εκείνος είναι ένας γραφεύς σε κάποια Δημαρχία;

Που γράφουν καλλιγραφικά - και μ' ανορθογραφίες -
«σκέψεις» μέσ' σε λευκώματα παρμένες στα βιβλία
και που με μελαγχολικά ψευδώνυμα υπογράφουν,
όπως: «Ανέραστος Ψυχή» ή «Θλιβερά καρδία»;

Εγώ τις συλλογίζουμαι τις νέες αυτές, που είναι
της Έμμας Μποβαρύ αδερφές - και πάντα καρτεράνε
το Νέο τον ρομαντικό, τον πλούσιο, τον ωραίο,
που θα τους δώσει τη λαμπρή ζωή που λαχταράνε...

Πότε θα 'ρθεί; Πότε θα 'ρθεί από το γαλανό
βασίλειο της Χίμαιρας, μ' ερωτικά ανοιγμένη
την αγκαλιά, και να τον δουν να τους χαμογελά;
Τάχα γιατί τόσο πολύ ν' αργεί; Τί περιμένει;

Δεν ξέρει πως στην πένθιμη αυτήν αναμονή
λιώνουν οι άσπρες τους ψυχές σα μάταιες λαμπάδες;
Και δεν φοβάται, σα θα 'ρθεί μια μέρα, να μη βρει
σβηστό το φως και - αλίμονο- νεκρές τις Εστιάδες;

Πότε θα 'ρθεί; Κατάμονες και θλιβερές στο σπίτι
- στου φθινοπώρου τα χλωμά και κρύα δειλινά -
οι νέες των επαρχιών κοιτάν στηλά το δρόμο
κι αναστενάζουνε, γιατί κανένας δεν περνά...

Κώστας Ουράνης

Nοτιάς...Ευανθία Ρεμπούτσικα..Γιώργος Μαργαρίτης..






Είναι τα μάτια σου θολά
μια τρικυμία
Της λησμονιάς το
γιατρικό δεν θα το βρεις
Όσο κι αν κάνεις στα
παλιά περιπολία
Αν δεν κοιτάξεις στα
βαθιά μη ξαναρθείς

Σημάδι αν βάζεις το
νοτιά κι αν ξενυχτάς
Πριν φύγεις ρίξε μια
ματιά σ ότι κρατάς
Σ αυτό που πάλεψες πολύ
να κερδηθεί
Μα πριν κοιτάξεις στα
βαθιά
Μη ξεκινήσεις

Είναι το βλέμμα σου
αιχμηρό μελαγχολία
Σαν μια εικόνα στον
αφρό πειρατική
Και του μυαλού σου το
υλικό θεομηνία

Σαν ένα μίγμα εκρηκτικό
καραδοκεί .


Πόθος



Βαθὺ χινόπωρο γοερό, πόσο καιρὸ σὲ καρτερῶ,
μὲ τὶς πλατιές, βαριές σου στάλες
τῶν φύλλων ἄραχλοι χαμοί, τῶν δειλινῶν ἀργοὶ καημοί,
ποῦ μὲ μεθούσατε τὶς ἄλλες...

Τὰ καλοκαίρια μ᾿ ἕψησαν καὶ τὰ λιοπύρια τὰ βαριά,
κι οἱ ξάστεροι οὐρανοὶ οἱ γαλάζοι:
ἀπόψε μου ποθεῖ ἡ καρδιὰ πότε νὰ ῾ρθεῖ μέσ᾿ τὰ κλαριά,
ὁ θεῖος βοριὰς καὶ τὸ χαλάζι!

Τότε, γερτὸς κι ἐγὼ ξανά, μέσ᾿ τὰ μουγγὰ τὰ δειλινά,
θ᾿ ἀναπολῶ γλυκά, -ποιὸς ξέρει-,
καὶ θὰ μὲ σφάζει πιὸ πολύ, σὰν ἕνα μακρινὸ βιολί,
τὸ περασμένο καλοκαίρι...

Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1944)