Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2019



«Σ’ αυτόν τον κόσμο υπάρχει μόνο ένα πράγμα στο οποίο πρέπει να υποκλινόμαστε, η μεγαλοφυΐα, κι ένα στο οποίο πρέπει να πέφτουμε στα γόνατα, η καλοσύνη» Βίκτωρ Ουγκώ.


A bouquet of flowers in front of a window, Maxime Maufra. French Impressionist Painter (1863 – 1918)


Δεν υπάρχουν κακοί άνθρωποι. Υπάρχουν αδιάφοροι άνθρωποι, άνθρωποι με ανασφάλειες που προσπαθούν με κόπο να βρουν τον εαυτό τους καταστρέφοντας ό,τι τους γυαλίζει περισσότερο απ’ τους ίδιους, άνθρωποι ματαιόδοξοι και πληγωμένοι με τάσεις εκδίκησης. Για όλα υπάρχει μια εξήγηση. Τραύματα έχουμε, γρατζουνιές που λίγο-λίγο μας γδέρνουν την ψυχή απ’ τα παιδικά μας χρόνια μέχρι σήμερα και φτάνουμε κατασπαραγμένοι στη ζωή κάποιων. Επιτιθέμεθα για να μην εκτεθούμε περισσότερο, για να διαφυλάξουμε αυτό το ελάχιστο κάτι που κρατάμε με νύχια και με δόντια μέχρι τέλους. Θυμώνουμε, ξεσπάμε δίχως αύριο, ξεστομίζουμε κουβέντες που πονάνε, απογοητεύουμε, απορρίπτουμε με αγένεια, αδιαφορούμε, ζηλεύουμε, μισούμε, ανταγωνιζόμαστε, μειώνουμε, ξεχνάμε. Και μέσα σ’ όλα αυτά ξεχνάμε το σημαντικότερο: με λίγη καλοσύνη ο κόσμος μας γίνεται πιο φωτεινός.
Δεν αλλάζει ο κόσμος με μια καλή πράξη. Αλλάζει, όμως, ο δικός μας κόσμος με μία καλή πράξη. Ό,τι δίνεις σου επιστρέφεται. Κι η καλοσύνη επιστρέφει χαμόγελα, μια ζεστή αγκαλιά, ένα «ευχαριστώ» απ’ την καρδιά του άλλου, ένα ψυχικό ξαλάφρωμα, μια αίσθηση ότι σήμερα φάνηκες χρήσιμος σε κάποιον.
Η καλοσύνη δεν είναι επιλεκτική, είναι για όλους, χωρίς διακρίσεις, χωρίς ταμπέλες, χωρίς μέτρα, χωρίς όρια. Η καλοσύνη είναι αρετή, το πιο όμορφο χάρισμα που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος. Δε χρειάζεται να είσαι πρόσκοπος για να κάνεις κάθε μέρα μία καλή πράξη.
Η ατόφια καλοσύνη εκπορεύεται απ’ την ψυχή, γι’ αυτό και φέρεσαι με τον ίδιο τρόπο σε όλους. Ειδικά σ’ όσους δεν έχεις ανάγκη και δεν έχεις να κερδίσεις και τίποτα απ’ αυτούς.
Δε σε υποχρεώνει κάποιος να φέρεσαι με καλοσύνη. Είναι επιλογή σου. Είναι όμως ένας τρόπος ζωής που αν αποφασίσεις να τον ακολουθήσεις θα δεις ότι θα γεμίσει η ψυχή σου με χαρούμενα συναισθήματα, θ’ ανακαλύψεις ότι ο σεβασμός, η εκτίμηση, η αλληλοβοήθεια κι η προσφορά μας κάνουν πιο ανθρώπινους. Δε χάσαμε την ανθρωπιά μας, την λησμονούμε απλώς πού και πού. Να φέρεσαι με καλοσύνη, να μιλάς όμορφα, να είσαι ευγενής, να βοηθάς όποτε μπορείς, να μοιράζεσαι. Να μη σκληραίνει η καρδιά σου ό,τι κι αν βιώνεις. Όταν φωτίζεις τη ζωή των άλλων, σίγουρα φωτίζεις και τη δική σου. Η καλοσύνη δημιουργεί αγάπη, εμπιστοσύνη, δύναμη. Εκείνη σε κάνει άνθρωπο.
___________________________
Πηγή: pillowfights.gr

Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2019

Νένα Βενετσάνου / Γιώργης Χριστοδούλου - Χίλιες Φωτιές

elvis presley - its now or never (1960)

Elvis Presley - My Way (HD)

Το πούσι - Κωχ Μαρίζα




Έπεσε το πούσι
αποβραδίς
το καραβοφάναρο χαμένο
κι έφτασες χωρίς να σε
προσμένω
μες στην τιμονιέρα να
με δεις

Κάτασπρα φοράς κι έχεις
βραχεί
πλέκω σαλαμάστρα τα
μαλλιά σου
Κάτου στα νερά του Port
Pegassu
βρέχει πάντα τέτοιαν
εποχή

Μας παραμονεύει ο
θερμαστής
με τα δυό του πόδια
στις καδένες.
μην κοιτάς ποτέ σου τις
αντένες
με την τρικυμία, θα
ζαλιστείς.

Βλαστημά ο λοστρόμος
τον καιρό
είν' αλάργα τόσο η
Τοκοπίλλα
Από να φοβάμαι και να
καρτερώ
κάλλιο περισκόπιο και
τορπίλλα.

Φύγε! Εσέ σου πρέπει
στέρεα γη
Ήρθες να με δεις κι
όμως δε μ' είδες
έχω απ' τα μεσάνυχτα
πνιγεί
χίλια μίλια πέρ' απ'
τις Εβρίδες




Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2019


"Ευωδιαστή ταπεινοσύνη "




...Μαζεύω μανουσάκια στο ποτήρι
Για να μεθάω δίσεκτους καιρούς..

Είναι πανέμορφα, μοσχομυριστά, ένα δώρο της φύσης που κάνει πιο όμορφους τους χειμώνες μας, πιο γλυκές τις σκέψεις μας, πιο όμορφα τα βουνά μας και μας θυμίζει έναν διαχρονικό μύθο… 

Εκείνο του Νάρκισσου.
 _____________________________________

Σύμφωνα με τον Οβίδιο καρπός της ένωσης του ποταμού Κηφισού με τη Νύμφη Λειριόπη, που την αγκάλιασε μέσα στα κύματά του, ήταν ο Νάρκισσος. Στην οβιδιακή μυθιστορηματική προσέγγιση του μύθου η μητέρα ρώτησε τον μάντη Τειρεσία πόσα χρόνια θα ζούσε το πανέμορφο παιδί της κι εκείνος απάντησε: «όσο καιρό δε θα νογάει ποιος είναι» (Οβ., Μετ. 3.341-350). (Εικ. 1478, 1479) Οι τόποι όπου σύχναζε ο νέος ήταν στα δάση, κοντά σε πηγές, σε ανθισμένα λιβάδια, εκεί όπου συχνά κοπέλες παγιδεύονταν από άρπαγες εραστές, εκεί όπου ο Νάρκσισσος παγιδεύτηκε από την ίδια του την εικόνα.

Πρώτη εκδοχή του μύθου

Θνητές κόρες και Νύμφες αλλά και νέοι ερωτεύτηκαν τον πανέμορφο Νάρκισσο, όμως εκείνος απείχε από κάθε ερωτική σχέση. Η απελπισία της Νύμφης Ηχώς την έκανε να αποτραβηχτεί από τη ζωή και να εγκαταλείψει τον εαυτό της· αδυνάτισε τόσο που έμεινε μόνο η φωνή της, γοερή εξαιτίας του αναπόδοτου και ματαιωμένου έρωτα. Εκδίκηση για την Ηχώ αλλά και με αφορμή την Ηχώ ζήτησαν οι νέες που είχαν επίσης περιφρονηθεί από τον Νάρκισσο. Η Νέμεση ανέλαβε τη δικαίωση. Μια καλοκαιρινή μέρα, μετά από κυνήγι, τον οδήγησε σε πηγή να ξεδιψάσει. Εκεί, σκύβοντας να πιει νερό, είδε το πρόσωπό του και το ερωτεύτηκε. Και αυτό συνέχισε να κάνει από τότε, αρνούμενος να δει οτιδήποτε άλλο από τον κόσμο και στον κόσμο. Μέχρι που πέθανε. Αλλά και τότε έψαχνε τα χαρακτηριστικά του στα νερά της Στύγας. Στον τόπο όπου πέθανε φύτρωσε λουλούδι στο οποίο δόθηκε το όνομά του.

Δεύτερη εκδοχή του μύθου

Ο Παυσανίας παραδίδει μια πιο ορθολογιστική εκδοχή του μύθου· ότι δηλαδή ο Νάρκισσος είχε μια δίδυμη αδελφή, την Ηχώ, που είχε πεθάνει πρόωρα, και την οποία ο Νάρκισσος αγαπούσε υπερβολικά, ερωτικά. Ο νέος έβρισκε παρηγοριά στα ήσυχα νερά του Δονακώνα, όπου το είδωλό του του θύμιζε έντονα την αδελφή του. Ο τόπος, που αναφέρει ο Παυσανίας ως Δονακών («με καλάμια»), τοποθετείται νοτιοδυτικά των Θεσπιών, δίπλα σε χείμαρρο. Επιγραφή αναθήματος που αφιέρωσε ο αυτοκράτορας Αδριανός στον Θέσπιο Έρωτα τον σημειώνει ως Ναρκίσσου κῆπον ἀνθόεντα («λουλουδιασμένο κήπο του Νάρκισσου»).

 Τρίτη εκδοχή του μύθου

Η βοιωτική εκδοχή του μύθου τοποθετεί την εξέλιξη της ιστορίας στις Θεσπιές, όχι μακριά από τον Ελικώνα και βάζει στη θέση των ερωτευμένων κοριτσιών και της Ηχώς έναν ερωτευμένο νέο, τον Αμεινία, που και αυτός βίωσε τη ματαίωση από τον Νἀρκισσο, μέχρι του σημείου να δεχτεί ως «δώρο» από εκείνον ένα ξίφος, δηλωτικό της υποβόσκουσας πρότασής του να αυτοκτονήσει. Ο νέος το έπραξε, και μάλιστα μπροστά στην πόρτα του Νάρκισσου, ζήτησε όμως από τους θεούς να τιμωρήσουν τον σκληρό Νάρκισσο. Οι θεοί τον οδήγησαν σε πηγή, όπου είδε το είδωλό του και το ερωτεύτηκε, μη μπορώντας όμως να το αποκτήσει ο αυτοαναφορικός Νάρκισσος αυτοκτόνησε. Στο μέρος της αυτοκτονίας του, εκεί που το χόρτο ποτίστηκε με το αίμα του, φύτρωσε το νέο λουλούδι, ο νάρκισσος και οι Θεσπιείς καθιέρωσαν λατρεία στον Έρωτα. Εξάλλου, στα χρώματα και του νάρκισσου έβαψαν οι Χάριτες και οι Ώρες το φουστάνι που φόρεσαν στην Αφροδίτη, όταν γεννήθηκε.


Τέταρτη εκδοχή του μύθου
Ο Νάρκισσος, λέει, καταγόταν από την Ερέτρια. Τον σκότωσε ο Έποπας ή Εύπος και από το αίμα του γεννήθηκε το ομώνυμο λουλούδι.
  __________________________________________
Είναι και φαίνεσθαι: ηθική, φιλοσοφία, τέχνη, ψυχανάλυση
Για τον Κλήμη Αλεξανδρείας (150-250 μ.Χ.) ο μύθος του Νάρκισσου «δίδασκε» τι μπορεί να πάθει ένα αγόρι, ματαιόδοξο και φιλάρεσκο, που χρονοτριβεί μπροστά στο είδωλό του, που παγιδεύεται στον παθολογικό αυτοθαυμασμό του (Παιδαγωγός 3.2.11.3). Στην προέκταση αυτής της ρητορικής βρίσκουμε την αδυναμία του Νάρκισσου να αντιληφθεί τη διαφορά ανάμεσα στην πραγματικότητα και την αυταπάτη, την ψευδαίσθηση, τόσο οπτική (η εικόνα του στα νερά της λίμνης) όσο και ακουστική (το ακουστικό φαινόμενο της ηχώς που πολλαπλασιάζει τη φωνή και δημιουργεί την ψευδαίσθηση της παρουσίας άλλου ή άλλων). Σαν άλλος δεσμώτης στο σπήλαιο των αισθήσεων καθηλώνεται στην εικόνα των ωραίων σωμάτων και χάνονται ψυχή μαζί και σώμα (Πλωτίνος, Εννεάδες 1.6.8). Στο επόμενο βήμα ο μύθος του Νάρκισσου συναντά την τέχνη -ο μύθος χρησίμευσε από την Αναγέννηση και μετά στον (καθ)ορισμό της ζωγραφικής και της τέχνης γενικότερα, στον προσδιορισμό της σχέσης του καλλιτέχνη με την καλλιτεχνική δημιουργία. Στον 20ό αιώνα ο μύθος εγκλωβίστηκε από την ψυχανάλυση στην τάση που ονομάστηκε «ναρκισσισμός». Η παρετυμολογία, βολική ήδη από την Αρχαιότητα, συσχετίζει το όνομα του νέου με τη νάρκη. εξάλλου, έτσι επιδρά η βαριά μυρωδιά του ομώνυμου φυτού, σαν ναρκωτικό.
_____________________________
Πηγή: http://www.greek-language.gr



 Ο ΛΥΚΟΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ




             Jan Martin McGuire - Autumn Glow - White Wolf

Αργύρης Χιόνης - Ένας λύκος αισθηματίας


Διψάω γι’ αγάπη, πεινάω γι’ αγάπη, πονάω γι’ αγάπη..
Ουρλιάζω γι’ αγάπη, πεθαίνω γι’ αγάπη… αλλά..
Είμαι o λύκος, o κακός o λύκος και δεν γίνεται..
Δεν είναι δυνατόν τέτοια αισθήματα να έχω..
Γιατί αν το μάθουνε τα πρόβατα,
θα πέσουνε να με σπαράξουν…
______________________
(Α. Χιόνης, Η φωνή της σιωπής, Νεφέλη)

ΕΡΜΑΝ ΕΣΕ  - Ο λύκος


                  Wolf – Alfred Wierusz-Kowalski

O Γερμανός συγγραφέας Έρμαν Έσε έγραψε αυτό το διήγημα στις αρχές του εικοστού αιώνα, το 1903, όταν ακόμη τα άγρια ζώα δε διέτρεχαν πολλούς κινδύνους ούτε απειλούνταν με εξαφάνιση, όπως συμβαίνει στην εποχή μας. O μακρύς και ψυχρός χειμώνας των γαλλικών και ελβετικών βουνών περιγράφεται πολύ σκληρός για τα ζώα της περιοχής, τόσο που ακόμα και οι γνωστοί για την επιθετικότητά τους λύκοι να αντιμετωπίζουν πρόβλημα επιβίωσης.
 ___________________________________________-
Ποτέ άλλοτε τα γαλλικά βουνά δεν είχαν γνωρίσει τόσο κρύο ούτε τόσο μακρύ χειμώνα. Εδώ και βδομάδες ο αέρας ήταν διαυγής, ξηρός και ψυχρός. Τις μέρες οι χιονισμένες κορυφές φάνταζαν ατελείωτες κάτω από το διαπεραστικό γαλάζιο του ουρανού, τις νύχτες το φεγγάρι, διαυγές και μικροσκοπικό, σκαρφάλωνε πάνω τους, ένα φοβερό κατεψυγμένο φεγγάρι από κίτρινη λάμψη, που το έντονο φως του χλώμιαζε πάνω στο χιόνι κι έμοιαζε με σώμα από πάγο. Οι άνθρωποι απέφευγαν όλους τους δρόμους και κυρίως τα υψίπεδα, κάθονταν καθηλωμένοι και ξεστομίζοντας κατάρες στις καλύβες των χωριών, που τα κόκκινα παράθυρά τους έμοιαζαν τη νύχτα, πλάι στο γαλάζιο φως του φεγγαριού, θολά σαν από καπνό και πότε πότε έσβηναν.
Ήταν δύσκολη εποχή για τα ζώα της περιοχής. Τα μικρότερα ξεπάγιαζαν αράδα, ακόμη και τα πουλιά, και τα ισχνότερα πτώματα γίνονταν λεία για τα γεράκια και τους λύκους. Ακόμη όμως κι αυτά υπέφεραν φοβερά από το κρύο και την πείνα. Υπήρχαν λίγες μόνο αγέλες λύκων και η ανάγκη τις έκανε να συμμαχούν μεταξύ τους. Τις μέρες οι λύκοι έβγαιναν για κυνήγι ένας ένας. Πού και πού τριγύριζε κάποιος στο χιόνι, λιπόσαρκος,* πεινασμένος, άγρυπνος, άφωνος και τρομαγμένος, σαν φάντασμα. Η μικρή σκιά του σερνόταν δίπλα του πάνω στον πάγο. Τέντωνε το ρύγχος του στον αέρα και ενίοτε*έπιανε κάποιο ξερό, βασανισμένο βογκητό. Τα βράδια όμως έβγαιναν όλοι μαζί στο κυνήγι και ορμούσαν ουρλιάζοντας στα χωριά. Τα κοτέτσια και οι στάβλοι ήταν καλά φυλαγμένα και πίσω από τα σφαλιστά παραθυρόφυλλα βρίσκονταν κρεμασμένα τα τουφέκια - δύο από την αγέλη είχαν κιόλας σκοτωθεί. Ο παγετός δεν έλεγε να υποχωρήσει. Συχνά οι λύκοι κάθονταν ακίνητοι ο ένας πλάι στον άλλο προσπαθώντας να ζεσταθούν με τα σώματά τους · έστηναν αυτί γυρεύοντας να πιάσουν κάποιον ήχο από τη νεκρή ερημιά ώσπου κάποιος, τυραννισμένος απ' την πείνα, τιναζόταν επάνω βγάζοντας ένα φοβερό μουγκρητό. Τότε γυρνούσαν όλοι προς το μέρος του, έτρεμαν και ξεσπούσαν σ' ένα τρομερό ουρλιαχτό, όλο απειλή και παράπονο.
Ένα μικρό τμήμα της αγέλης αποφάσισε τελικά να αναζητήσει αλλού την τύχη του. Νωρίς το πρωί βγήκαν από τις σπηλιές τους, συγκεντρώθηκαν και μύρισαν γεμάτοι ένταση και αγωνία τον παγωμένο αέρα. Έπειτα ξεκίνησαν με ταχύ και ομοιόμορφο βήμα. Όσοι είχαν μείνει πίσω τους κοιτούσαν με γουρλωμένα μάτια, έκαναν μερικά βήματα προς το μέρος τους, στάθηκαν αναποφάσιστοι κι άβουλοι και γύρισαν αργά αργά πίσω.
Οι μετανάστες χωρίστηκαν το μεσημέρι. Τρεις απ' αυτούς τράβηξαν προς ανατολάς, προς τον ελβετικό Ιούρα, οι άλλοι προς νότον. Οι τρεις ήταν όμορφα και δυνατά ζώα, φοβερά όμως αποσκελετωμένα. Η κοιλιά τους ήταν στενή σαν μια ζώνη, στο στήθος τα πλευρά τους είχαν τιναχθεί έξω, τα στόματα ξερά και τα μάτια γουρλωμένα από την απελπισία. Έφτασαν στον Ιούρα, τη δεύτερη μέρα πέτυχαν ένα κριάρι, την τρίτη ένα σκύλο κι ένα γαϊδούρι, αλλά όλος ο πληθυσμός της περιοχής ξεσηκώθηκε εναντίον τους. Οι απροσδόκητοι εισβολείς είχαν τρομάξει τους πάντες. Οι ταχυδρόμοι κυκλοφορούσαν οπλισμένοι, κανείς δεν πήγαινε από το ένα χωριό στο άλλο χωρίς να κρατάει όπλο ή να συνοδεύεται από οπλοφόρους. Μετά την ωραία τους λεία τα τρία ζώα ένιωσαν ωραία στην ξένη περιοχή· τα έπιασε όμως και φόβος· παρ' όλα αυτά ριψοκινδύνευαν εδώ όσο δεν το είχαν κάνει ποτέ στον τόπο τους κι έτσι όρμησαν μέρα μεσημέρι σε ένα στάβλο. Αυτήν τη φορά όμως βρέθηκαν αντιμέτωποι και με ανθρώπους. Οι λύκοι είχαν επικηρυχθεί, κάτι που διπλασίαζε το θάρρος των χωρικών. Σκότωσαν δύο, τον ένα με μια σφαίρα στο λαιμό, τον άλλο με τσεκούρι. Ο τρίτος ξέφυγε τρέχοντας απεγνωσμένα, ώσπου έπεσε μισοπεθαμένος πάνω στο χιόνι. Ήταν ο πιο νέος και ο πιο ωραίος από τους λύκους, ένα περήφανο ζώο, πολύ δυνατό και ευλύγιστο. Έμεινε ώρα πάνω στο χιόνι αγκομαχώντας. Κόκκινοι, αιμάτινοι κύκλοι στριφογύριζαν μπροστά στα μάτια του και πότε πότε έβγαζε ένα σφυριχτό αναστεναγμό γεμάτο πόνο. Μια τσεκουριά τον είχε βρει στην πλάτη. Συνήλθε όμως και σηκώθηκε. Τότε μόνο είδε πόσο δρόμο είχε κάνει. Δεν υπήρχε ίχνος ούτε ανθρώπων ούτε σπιτιών, μόνο ένα χιονισμένο ψηλό βουνό εμπρός του. Ήταν το Σασσεράλ. Αποφάσισε να πάει γύρω γύρω. Για να σβήσει τη δίψα του, έφαγε ένα μικρό κομμάτι από τη σκληρή κρούστα του χιονιού.
Στην άλλη πλευρά του βουνού βρήκε ένα χωριό. Νύχτωνε. Περίμενε σ' ένα πυκνό ελατόδασος. Έπειτα γλίστρησε προσεκτικά γύρω από τους φράχτες των περιβολιών, ακολουθώντας τη μυρωδιά των ζεστών στάβλων. Δεν υπήρχε ψυχή στο δρόμο. Δειλά δειλά κοιτούσε προς το μέρος των σπιτιών. Πέφτει τότε ένας πυροβολισμός. Βάζει τα πόδια στον ώμο, πέφτει κι άλλη τουφεκιά. Είχε πληγωθεί. Η λευκή του κοιλιά είχε λεκιαστεί από το αίμα που έρρεε σε χοντρές σταγόνες. Κατάφερε όμως με ελιγμούς να ξεφύγει και να φτάσει στο πέρα δάσος. Εκεί περίμενε με τ' αυτιά τεντωμένα• άκουσε φωνές και βήματα να πλησιάζουν από δύο πλευρές. Κοίταξε με αγωνία προς το βουνό επάνω. Η ανάβαση ήταν πολύ δύσκολη, δεν είχε όμως άλλη επιλογή. Αναρριχήθηκε στο γλιστερό βουνό, ενώ κάτω βασίλευε ένας ορυμαγδός από κατάρες, διαταγές και φώτα από τα φανάρια. Ο πληγωμένος λύκος σκαρφάλωσε τρέχοντας στο μισοσκότεινο πευκοδάσος, ενώ το σκούρο αίμα συνέχιζε αργά αργά να στάζει.
Το κρύο είχε κοπάσει. Ο ουρανός στη δύση ήταν ομιχλώδης κι έμοιαζε να υπόσχεται χιονόπτωση.
Το εξαντλημένο ζώο είχε τελικά ανεβεί στην κορυφή. Βρισκόταν σ' ένα μεγάλο χιονισμένο υψίπεδο, ψηλά πάνω από το χωριό. Δεν ένιωθε πείνα αλλά κάτι αμυδρά τσιμπήματα από το τραύμα. Ένα χαμηλόφωνο τρεμάμενο γάβγισμα βγήκε από το στόμα του, η καρδιά του χτυπούσε με κόπο κι ένιωθε το χέρι του θανάτου να τον πιέζει σαν ένα ανείπωτα βαρύ φορτίο. Τον τράβηξε ένα μοναχικό έλατο·ξάπλωσε στην κουφάλα του κοιτάζοντας τη χιονισμένη νύχτα. Μισή ώρα πέρασε. Ένα θαμπό, κόκκινο φως έπεσε στο χιόνι, αλλόκοτο και τρυφερό. Ο λύκος σηκώθηκε βογκώντας και έστρεψε το ωραίο του κεφάλι προς το φως. Ήταν το φεγγάρι που ορθωνόταν τεράστιο και κόκκινο σαν αίμα από τα νοτιοανατολικά. Είχε βδομάδες πολλές να παρουσιαστεί τόσο κόκκινο και μεγάλο. Το βλέμμα του μελλοθάνατου ζώου κρεμάστηκε με θλίψη από το θαμπό δίσκο του φεγγαριού κι από το στόμα του βγήκε και πάλι ένα αδύναμο ουρλιαχτό.
Πλησίασαν φώτα και βήματα. Χωρικοί κουκουλωμένοι με τις κάπες τους, κυνηγοί και νεαρά αγόρια με χιονοπέδιλα και άσχημες γκέτες* προχωρούσαν βουλιάζοντας στο χιόνι. Κραυγές. Κάποιος είχε ανακαλύψει τον ετοιμοθάνατο λύκο. Έπεσαν δυο πυροβολισμοί χωρίς να βρουν στόχο. Καθώς όμως είδαν πως ήταν στα τελευταία του, έπεσαν επάνω του με ραβδιά και ρόπαλα. Εκείνος δεν ένιωθε πια τίποτα.
Με σπασμένα τα μέλη του έσυραν το λύκο στο χωριό. Γελούσαν, πανηγύριζαν, γιόρταζαν με ρακή και καφέ, τραγουδούσαν, έβριζαν. Κανείς τους δεν έβλεπε την ομορφιά του χιονισμένου δάσους ούτε τη λάμψη των υψιπέδων ούτε το κόκκινο φεγγάρι που κρεμόταν πάνω από το Σασσεράλ και που το αδύναμο φως του αντανακλούσαν οι κάννες των όπλων τους, οι κρύσταλλοι του χιονιού και τα γυάλινα μάτια του σκοτωμένου λύκου.
_____________________________--
Έ. Έσε, Η πόλη των ξένων στο νότο,
μτφρ. Θ. Λουπασάκης, Σμίλη

Μενέλαος Λουντέμης - Οι λύκοι ανεβαίνουν στον ουρανό




Ήταν ήσυχα και τούτη τη βραδιά εδώ στην ταράτσα. Κάτου η πόλη βούιζε πνιχτά. Από καιρό σε καιρό μια κραυγή ανέβαινε ψηλά, ζυγιζότανε τρέμοντας στο κενό και ξανάπεφτε νεκρή. Από πάνω έβρεχε ψιλό φως ο γαλαξίας. Στις βαθιές σπηλιές του βράχου κούρνιαζαν λουφαγμένα τα πουλιά, και πάνω του ο Παρθενώνας λεύκαζε σαν κρύος σκελετός.
Η Ρηνούλα ακούμπησε στο πεζούλι να ξανασάνει. Είχαν λυθεί οι αρμοί της με το πηγαινέλα, απ’ τη νύχτα ως την άλλη τη νύχτα. Το σπίτι ήταν θεόρατο, κουρασμένο, τραβηγμένο παράμερα απ’ τ’ άλλα μες στην ποδιά του Λυκαβηττού. Μόνο τούτο το καλοκαίρι ξεθάρρεψε να το ζυγώσει ένα άλλο αρματωμένο ακόμη απ’ τις σκαλωσιές.
Η Ρηνούλα τριγύριζε μέσα στο άδειο σπίτι σαν παιδί χαμένο μέσα στο παραμύθι. Βίζιτες [31] δεν περνούσαν το κατώφλι. Η κυρία το μεταχειριζότανε σαν ξενοδοχείο. Και μοναχά ο κύριος κλεινόταν τα βράδια στο σαλόνι με κάτι φίλους του και χαρτοπαίζανε…χαρτοπαίζανε ασταμάτητα, ώσπου να χλομιάσουν τα τζάμια απ’ το πρώτο φέγγος της αυγής.
Ήταν πολλές οι δουλειές σε κείνο το σπίτι, πολύ το κοψομέσιασμα∙ κι η ψυχή της Ρηνούλας μια. Αυτή θα το κουμαντάριζε, αυτή θα το συγύριζε. Θα το κανάκευε σαν το μικρό παιδί τα κουκλόπανά του. Το είχε κιόλας αγαπήσει – ίσως γιατί κανείς άλλος δεν το πρόσεχε. Το ’χε έτσι σαν φιλενάδα, σαν εκκλησίτσα που της έκανε τάμα τον εαυτό της. και πώς να μην τ’ αγαπά ύστερα από τόσο ιδρώ και τόσο κλάμα που ’χυσε μες στις άδειες κάμαρές του; Πηγαινορχότανε σαν μικρή σαϊτα στον αργαλειό, πέρα δώθε, πέρα δώθε…Έμπαινε στις κάμαρες, κύλαγε στην κουζίνα, πρόβαλε στο μπαλκόνι…Κι ανεβοκατέβαινε τη σπειρωτή του σκάλα σαν μερμηγκάκι στο βότσαλο. Το βράδυ ήταν ένα μικρό λείψανο∙ κι ανέβαινε στον ουρανό της, στο λευκό καμαράκι της ταράτσας, να πεθάνει. Μα ούτε κι αυτό της ήταν βολετό. Ο κύριος είχε τα ξενύχτια του κάτου. Στρωνότανε αντικριστά με κάτι φίλους του στο τραπέζι και τον έπαιρνε μαζί τους η αυγή. Είχαν κι αυτοί το ίδιο κόψιμο. Βραχνοί, μυρωδάτοι κι αμίλητοι. Βρικολάκιαζαν όλη τη νύχτα σαν κριματισμένοι. Είχαν βαθιές ολονυχτίες μπροστά στους Ρηγάδες και στις Ντάμες σαν τους θρήσκους μπροστά στα κονίσματα…Και τα θυμιάτιζαν, τα θυμιάτιζαν με τα τσιγάρα τους ως το πρωί.
Ένεκα που οι κύριοι ήταν αργοσάλευτοι, ένεκα που το χαρτί τους ζάλιζε, δεν άπλωναν το χέρι τους ούτε στο τόσο. Κι έπρεπε να ξενυχτάει κάπου γύρω τους η Ρηνιώ και να ’χει τ’ αφτιά της έτοιμα, μην την κράξουνε με το κουδούνι, πότε για πιοτά και πότε για τσιγάρα. Το κουδουνάκι του κυρίου την ξετρύπωνε όπου κι αν πήγαινε να σταθεί, ακόμα και στον ουρανό της. Παντού είχαν κρεμασμένο κι από ’να στριγκιάρικο κουδούνι που την έκραζε με τ’ όνομά της.
Μα τώρα μπορούσε να ξανασάνει για καμιά ώρα. Τους τα ’χε όλα στα χέρια τους. Μπορούσε να ακουμπήσει στο πρεβάζι και ν’ ακούσει την ανάσα της Αθήνας. Να δώσει το νέο της πρόσωπο να της το χαϊδέψει ο Σαρωνικός. Ν’ αναθυμηθεί τα πάθια της. Τους δικούς της όλους στο χώμα. Το ξεριζωμένο βιος τους, που τους το ’καψε όλο η φωτιά και τα τουφέκια.
Στάθηκε βαριά η ζέστη σήμερα. Πνιγούρα. Κι ο ήλιος δάγκανε σαν σκύλος. Δίπλα στο γιαπί, βούιζαν ολημερίς οι χτιστάδες και τα μαστορόπουλα, ανεβοκατεβαίνοντας τις σκαλωσιές, με λάσπες και μπετά. Έχτιζαν κι άλλη σπιταρόνα, στερέωναν κι άλλη σπειρωτή σκάλα, για να την ανεβαίνουν και να λαχανιάζουνε κι άλλα κουρασμένα ποδαράκια.
Τα βράδια καναδυό χτίστες ξενυχτέρευαν εκεί για να γλιτώσουνε τα ναύλα –έμεναν έεε…στην άκρη του κόσμου, στην Κοκκινιά- και στρώνουνταν κάτου απ’ τ’ άστρα και κουβέντιαζαν ήσυχα ήσυχα και λυπημένα. Είχαν να λένε τα δικά τους. Για το ξεροφάι, τη σφίξη, την αναδουλειά. Έκοβαν από δω, μερεμέτιζαν από κει… το μεροκάματο μικρό, δεν τα ’φέρναν βόλτα. Προχτές –λέει- η κερά του ενός, του Γιάννη, έπεσε. «Έχει όγκος», είπαν οι γιατροί. Ανεβοκατέβα, Γιάννη, τις ξένες σκάλες, παρακάλα, βρίσε…τέλος. Έσωσε και τη βάλανε στο «Πολιτικό». Μα τα μωρά γύριζαν στο μαχαλά σαν τα κουτάβια, ώσπου τα συμμάζεψε μια γειτόνισσα. Ερημιές…
Ήταν μετρημένοι άνθρωποι. Ρουφούσαν το βράδυ τα τσιγάρα τους και μελετούσαν τα καθέκαστα του κόσμου. Γιατί τούτο είν’ έτσι και γιατί κείνο αλλιώς. Ποιο είναι το πρεπούμενο και ποιο το άδικο.
Τ’ άκουγε η Ρηνούλα απ’ την ταράτσα της και συμφώναγε μαζί τους. «Ναι» έλεγ’ από μέσα της. «Ναι, ναι…κι αμ πως!» Είχαν δίκιο κείνες οι φωνές – φωνές μοναχά ήταν, σουσούμια  δεν έβλεπε. Μια φορά όμως ό,τι και να πεις οι φωνές ήταν γλυκές, κι η Ρηνούλα έλεγε μέσα της: πατεράδες…Έγερνε, έτσι το κεφαλάκι της κι ήταν σαν ν’ ακουμπάει στα γόνατα κάποιου απ’ αυτούς με τις φωνές – κείνου που είχε την πιο βραχνή. 
***
Ήταν ήσυχα, λοιπόν, πολύ ήσυχα και τούτη τη βραδιά εδώ πάνου στην ταράτσα. Η Ειρήνη είχε σιγουρέψει κάτου τις δουλειές της, κι ήρθε κι ακούμπησε τους αγκώνες στο πεζούλι, και περίμενε ν’ ανέβει η δροσιά.
Αντίκρυ στο γιαπί, είχαν κι απόψε αϋπνίες. Οι μιλιές τους σιγανές έσκιζαν τα δυο μέτρα που τη χώριζαν κι έφταναν καθαρές στον ουρανό της. Έβαλε αφτί. Τρεις φωτιές ζυγωμένες η μια στην άλλη, μιλούσαν ήσυχα και μυαλωμένα.
-Εγώ, έλεγ’ η μεσιανή φωτιά, ό,τι θέλεις εσύ πες. Καιρό το πασπατεύω στο μυαλό μου. Οι μανάδες… Τέλεψε. Αν οι μανάδες σηκώσουνε φωνή, δεν έχει πόλεμο.
-Και γιατί όχι κι οι πατεράδες; Αποκρίνεται η δεύτερη φωτιά; Γιατί όχι κι οι γυναίκες; Κι οι αδελφές; Στο χέρι των φτωχώνε είναι.
-Έτσι είναι… έτσι. Πρέπει να συμφωνήσεις, Γιάννη, λέει σκύβοντας η μεσιανή φωτιά.
-Ναι… δε λέω όχι… κάνει η Τρίτη φωτιά. Μα να λέμε πάλε και την αλήθεια. Πότε ο φτωχός πήγε σύμφωνα με το συφέρο του;
-Ναι… είναι κι αυτό. Μα τα πράγματα βλέπεις τώρα άλλαξαν. Ανθρώπεψε λιγάκι το μυαλό του κοσμάκη, τροχίστηκε.
-Ναι… ναι, Γιάννη… αποσώνει η δεύτερη.
Μα ο Γιάννης έσβησε. Πέρασαν έτσι λίγα λεπτά αμίλητα. Τώρα απόμεναν μόνες οι δυο φωτιές, να κλείνουν η μια στην άλλη το ματάκι.
-Λοιπόν… λέει ξαφνικά η Τρίτη φωτιά και ξανανάβει.
Μα η Ρηνούλα δεν πρόφτασε ν’ ακούσει τη συνέχεια. Το κουδουνάκι την έκραξε νευριασμένο. Άφησε λυπημένη την ταράτσα της και κατέβηκε.
Μα παράξενο… Οι κύριοι δεν έπαιζαν τούτη τη φορά, κι είχαν λιγοστέψει. Η Ρηνούλα έδωσε λίγο αφτί. Την ίδια κουβέντα είχαν και κείνοι. Τί παράξενο. Γιατί μιλούν όλο γι’ αυτό; Πόλεμος; Αχ, το ήξερε τι ήταν! Ρημάδι ήταν κι αυτή. Αποκαϊδάκι του πολέμου. Την ώρα που δρασκέλιζε το κατώφλι πρόφτασε ν’ ακούσει τα λόγια τους. Μιλούσε ένας παχύς με σκοτωμένα κρέατα, φορτωμένος δαχτυλίδια. Τον θυμόταν κι απ’ τις άλλες βραδιές. Είχε κάτι φουσκωμένα τριχωτά αφτιά και βλέφαρα μουντά και πεσμένα. Τον αντίσκοβε ο κύριος με τη συνηθισμένη του υγρή προφορά χτυπώντας δυνατά τα σύμφωνα. Τέλος απόσωσε ο άλλος:
-Εν πάση περιπτώσει… Κι όπως και να το κάνεις… μέχρις ότου βρεθεί κάτι άλλο καλύτερο, ο πόλεμος είναι η μόνη δυνατή λύσις.
Η Ρηνούλα τον κοίταξε γουρλωμένη: «Τέτοιος είναι ο πόλεμος!» έκανε μέσα της.
Προχώρησε δειλά μέσα και στάθηκε αντίκρυ τους.
-Ειρήνη, έκανε ο κύριος οκνά, μα δεν προχώρησε. Το μάτι του ξεχάστηκε πάνω στο μπουστάκι της και βάλθηκε να το ψαχουλεύει. Ένα χρόνο που την είχε στο σπίτι του, παραδομένος στα χαρτιά, δεν είχε πάρει τον κόπο να την προσέξει. Το ίδιο έκαναν κι οι άλλοι. Βουλιαγμένοι στις πολυθρόνες τους άρχισαν να την κοιτάζουν ρεμβά. Πρώτη φορά την πρόσεξαν. Κάτω απ’ το λινό της ρούχο είχε αρχίσει ν’ ανθίζει.
-Τι να φέρω; Ρωτά για να ξεγαντζώσει από πάνω της τα μάτια τους.
Φέρε… λέει ο κύριος, πάντα ξεχασμένος απάνω της. η φωνή του δεν κυλούσε, στέγνωσε. Γάντζωσε στο καρύδι του κι έπεσε πίσω.
-Τί;
-Φέρε… ψήσε τρία μπιφτέκια. Κατόπι… Κατέβα στο υπόγειο. Δεξιά είναι οι μποτίλιες. Ή μάλλον… στάσου να πάμε μαζί.
-Ξέρω! Είπε ξαφνιασμένο το Ρηνάκι. Πάω γω. Ξέρω!
Και τινάχτηκε λαφιασμένη έξω. Πριν βγει πρόφτασε να δει τα μάτια τους να τρέχουν αν λιμασμένα νύχια πάνω στην άδετη σάρκα της, κι ανατρίχιασε. Πώς να γλιτώσει ένα μονάχο, απροστάτευτο άχερο ζωσμένο από τόση αχόρταγη φωτιά;
Όσην ώρα δούλευε άκουε πίσω της τις σκεπασμένες μιλιές. Πήγε αυτό που της ζήτησαν και τινάχτηκε αμέσως έξω. Είχε προφτάσει μονάχα να δει με την άκρη του ματιού της ότι ρίχτηκαν με δίψα στο κρασί. Στην κουζίνα πάλεψε να καταλαγιάσει την καρδιά της, και κάτι άρχισε να καταφέρνει. Μα σε λιγάκι το κουδούνι κύλησε σαν φίδι και την ξανακάλεσε.
Με την πρώτη ματιά που έριξε μέσα, κατάλαβε. Ο αέρας μύριζε βαριά λαγνεία. Άρρωστη βουλιμία έπνιγε το δωμάτιο. Η ετοιμόρροπη σάρκα ετοιμαζότανε να επιτεθεί, σαν τη σφήκα που δαγκάνει και ψοφώντας.
-Ρηνούλα… είπε πνιχτά ο κύριος.
Πρώτη φορά άκουσε τ’ όνομά της χαϊδευτικά μέσα σ’ αυτό το σπίτι.
-Ρηνούλα… ξανάκανε ο κύριος κι η φωνή του έτρεμε να λιώσει.
-Τι είναι κύριε;… λέει κρυώνοντας.
-Ρηνούλα… κάνουν τώρα όλοι. Ρηνούλα… έλα να κάτσεις κοντά μας. Έλα Ρηνούλα… εδώ.
Η φωνή τους ήταν τρυφερή, γιομάτη θέρμη κι ανυπομονησία. Ο παχύς με το κόκκινο μάτι έσυρε το βλέμμα του κατά την πόρτα. «Θα την κλείσουν!» σκέφτηκε η Ρηνούλα και ρίχτηκε αλαφιασμένη πίσω.
-Όχι! λέει και βρέθηκε στο κατώφλι.
Από κει τους κοίταξε για τελευταία φορά. Ήταν σαν ερεθισμένοι βούβαλοι που βγαίνουν από βούρκο. Της φάνηκε πως σηκώθηκαν ορθοί, με τα πιασμένα τους λαιμά, και πως χίμηξαν απάνω στο λίγο της κορμάκι βρομώντας αίμα και πόθο βαρύ. Ήταν όλο δόντια. Μάτια. Και καπνό.
-Οι λύκοι! Έκανε να ξεφωνίσει.
Και ξύπνησαν μέσα της οι χειμωνιάτικες ιστορίες του παππούλη, για τους λύκους που χιμούσαν στα κοπάδια τους και τα ’κοβαν… Για τα αλαλητά των αρνιών μες στο πούσι… και για τα αίματα.
Τρελή έπεσε έξω, έτρεξε στο διάδρομο, και μπήκε παραζαλισμένη στην κουζίνα. Από κει άρχιζε η σπειρωτή σκάλα. Δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Τα λιγνά της πόδια τρέχουν, κροτούν στα σιδερένια σκαλιά. Και φτάνει στον ουρανό της. Ακούμπησε στο πεζούλι κι έπιασε την καρδιά της. κοντανάσαινε κιόλα σαν τρομαγμένο βετούλι . Έβαλε αφτί κατά το γιαπί. Και ξάφνου χλιαρή άχνα χύθηκε στην ψυχή της. οι εργάτες συνέχιζαν την ειρηνική τους κουβέντα. Αυτοί θα την έσωζαν… Μα πώς να τους το πει; Και η ώρα δεν την έπαιρνε. Σε λιγάκι, σε μια στιγμή, οι λύκοι θ’ ανέβαιναν και στον ουρανό της. Να λεκιάσουν τον κατάλευκο κόσμο της, να βρομίσουν την ανέγγιχτη μοσκοβολιά του.
Με δειλή, γοργοτρέμουλη φωνούλα, σίμωσε στο πεζούλι. Ετοιμάστηκε να φωνάξει, μα ντράπηκε κι έβηξε. Ο βήχας όμως την ξεθάρρεψε κι έκανε να ξαναδοκιμάσει.
-Μπάρμπα… λέει κλεφτά… Μπαρμπάδες… πστ… πστ!
Η φοβισμένη φωνή φτάνει απέναντι και τους σταματάει.
Μια φωτίτσα σηκώθηκε κοκκινωπή και προχώρησε ως το περβάζι.
Τι είναι; Ρωτά ανήσυχα. Τι τρέχει εκεί; Ποιος φωνάζει;
-Μπάρμπα… λέει ξανά κλαφτά, φοβάμαι, εδώ… Θα… Με κυνηγούν.
-Ποιος σε φοβερίζει, κόρη μου; Για έλα πιο κοντά να μου το πεις. Τι σου κάνουνε; Ποιοι;
Οι άλλες δυο φωτιές που σώπαιναν παράμερα τώρα σηκώθηκαν. Κίνησαν σαν μικρά φαναράκια κι ήρθαν κοντά στην άλλη.
-Τι ’ναι Γιάννη; ρωτά η μια φωτιά την άλλη.
-Το κοριτσάκι απ’ αντίκρυ… αποκρίθηκε η πρώτη φωτιά. Κάποιοι κάτι του κάνουν… κάτι το πιλατεύουν .
Η φωνή του κοριτσιού ξανασύρθηκε απ’ αντίκρυ τώρα σπαραχτικότερη.
-Σώστε με, μπαρμπάδες… Σώστε με… Σώστε με… γλήγορα!
Οι τρεις φωτιές τινάχτηκαν ψηλά σαν κόκκινα φεσάκια σε διαδήλωση. Ύστερα ένα μαδέρι βρόντηξε. Κάτι ακούστηκε να σέρνουν ορμητικά. Το μαδέρι ήρθε κι έστησε πλώρη αντίκρυ της και αμέσως μετά –μ’ ένα έι χοπ!- το ’στειλαν να γεφυρώσει τα δυο δώματα.
-Έλα… που ’σαι; ακούστηκε η μαλακιά φωνή του Γιάννη. Μικρό… που ’σαι παιδί μου;
-Εδώ μπάρμπα… λέει κλαμένη η φωνούλα.
-Πάτα!
-Το Ρηνάκι ζυγιάστηκε. Πάτησε. Μα ξανάκανε πίσω.
Κρατάμε μεις. Πάτα.
Πάτησε. Ένα σκοτάδι έγινε μες στην ψυχή της. Τα μάτια της έκλεισαν. Έσφιξε τις μικρές της γροθιές κι έκανε το μεγάλο δρόμο.
Σ’ ένα λεπτό, μισοπεθαμένη, ήταν στα χέρια τους. Τη δέχτηκαν κείνοι σαν πουλί, σαν σπλάχνο τους. Σαν ένα μήνυμα τρυφερό και βαρυσήμαντο. Της σκούπισαν απαλά τα μάτια, την καλόπιασαν…
-Που είμαι;… ρωτούσε κείνη ακόμα ζαλισμένη.
-Σώπα… Σώπα, κόρη μου, της λέει ο μπαρμπα-Γιάννης, μη σκας. Σκούπισε τα ματάκια σου και πες μας πώς σε λένε;
-Ειρήνη λέει γοργά το κορίτσι. Σώστε με. Σώστε με… Εκεί… Κείνοι.
 -Σώπα, Ρηνάκι… λέει ο γέρος τρυφερά. Σώπα, κόρη μου. Τώρα που έπεσες στα χέρια της αργατιάς, σώπα σώπα Ερηνάκι… Τώρα θα σε γλιτώσουμε…
___________________________________________

Ο Άγιος  Φραγκίσκος και ο λύκος του Γκούμπιο



Κάποτε κάλεσαν τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης στην Ιταλική πόλη Γκούμπιο, γιατί στα περίχωρα τριγυρνούσε ένας μεγάλος λύκος που τρομοκρατούσε τον κόσμο.
Ο "Άγιος Φραγκίσκος " θέλησε να κάνει ειρήνη μαζί του. Λένε ότι βγήκε μαζί με έναν μοναχό έξω από τα τείχη για να συναντήσει τον λύκο. Οι κάτοικοι του Γκούμπιο του φώναζαν: "Μην πας εκεί, θα σε φάει ζωντανό". Αλλά εκείνος έσπευσε προς τα κει. Σαν τα ήταν γι' αυτόν μια ευκαιρία να πεθάνει μαρτυρικά. Ψάχνοντας τον λύκο διέσχισε ερημιές. Τον βρήκε τελικά και κατευθύνθηκε προς το μέρος του. Έκανε τον σταυρό του και είπε στο ζώο: "Αδελφέ Λύκε, μην φας τον αδερφό Όνο". Ο αδερφός Όνος για τον Φραγκίσκο της Ασίζης ήταν απλά το σώμα του. Κάθισε ώρα και τον κοίταζε ήρεμα και τελικά κατάφερε να τον ηρεμήσει. Ο μύθος θέλει τους κατοίκους του Γκούμπιο να γίνονται φίλοι με το ζώο και να το φροντίζουν επί δύο ολόκληρα χρόνια. Και όταν πέθανε, όλοι λυπήθηκαν που έχασαν έναν τόσο αγαπημένο φίλο.
______________________


Αίσωπος - Όνος πατήσας σκόλοπα και λύκος 



               Gray Wolves by Jeff Brimley

"Ὄνος πατήσας σκόλοπα χωλὸς εἱστήκει. Λύκον δὲ ἰδὼν καὶ φοβηθεὶς εἶπεν· Ὦ λύκε, ἀποθνῄσκω ἐκ πόνου· καλὸν δέ μοί ἐστι σοῦ δεῖπνον γενέσθαι ἢ γυπῶν καὶ κοράκων. Χάριν δὲ μίαν αἰτῶ σε, ἐξελεῖν τοῦ ποδός μου πρῶτον τὸν σκόλοπα, ὅπως μὴ μετὰ πόνου θνήξωμαι. Ὁ δὲ λύκος ἄκροις ὀδοῦσι τὸν σκόλοπα δακὼν ἐξεῖλεν. Ὁ δὲ λυθεὶς τοῦ πόνου, τὸν λύκον ἔτι χάσκοντα λακτίσας φεύγει, ῥῖνα καὶ μέτωπον καὶ ὀδόντας συγκλάσας. Ὁ δὲ λύκος ἔφη· Οἴμοι, δίκαια πάσχω, ὅτι μάγειρος εἶναι μαθὼν πρῶτον, νῦν ἱππίατρος ἐγενόμην.


Στα νέα Ελληνικά

Ένας γάιδαρος πάτησε ένα μεγάλο αγκάθι και του μπήκε στο πόδι, δέν μπορούσε να το πατήσει, και κούτσαινε. Σε εκείνη την κατάσταση, που δέν μπορούσε και να τρέξει, είδε έναν λύκο και φοβήθηκε. Λέει τότε στον λύκο: "Λύκε, έτσι όπως είμαι τώρα, πεθαίνω από τον πόνο. Προτιμώ εσύ να με φάς παρά οι γύπες και τα κοράκια. Αλλά θα σου ζητήσω μιά χάρη, να μου βγάλεις από την πατούσα αυτό το αγκάθι, για να πεθάνω χωρίς τον πόνο". Ο λύκος έπιασε το αγκάθι με τα δόντια του, το τράβηξε και το έβγαλε. Ο γάιδαρος, σάν ελευθερώθηκε από το αγκάθι, δίνει μιά κλωτσιά στα μούτρα του λύκου και του τσάκισε τη μούρη, δόντια, μύτη και μέτωπο. Κ έτσι είχε την ευκαιρία ο γάιδαρος να τρέξει και να φύγει. Και ο λύκος είπε: "καλά να πάθω! αφού εγώ μόνο του χασάπη την τέχνη ξέρω, τί ήθελα να γίνω... ιππίατρος!".
Ὅτι τινὲς διπλοῖς κινδύνοις περιπεσόντες καὶ τοῖς ἐχθροῖς ὠφελεῖν πειρωμένοις δολίως ἀνταμοιβὴν κακὴν παρέσχον".
______________________



"Το τραγούδι της Βάλιας και του Λύκου"


Ποίηση : Χρίστος Ρουμελιωτάκης



΄Ενας λύκος κάθε βράδυ
μου τηλεφωνάει,
λέει πως είναι άγριος
κι ότι θα με φάει.

- Λύκε, λύκε που γυρίζεις
μοναχός στο χιόνι,
έχω τη μανούλα μου
και δεν είμαι μόνη.

Ένας λύκος κάθε βράδυ
μου τηλεφωνάει
και μου λέει παραμύθια
και μου τραγουδάει.

- Λύκε, λύκε δεν πιστεύω
ό,τι κι αν μου λες,
ξέρω ότι είσαι μόνος
και τα βράδια κλαις.


Γ. Ιακωβίδης - Κού- Κου




Ο πίνακας Κού-Κου είναι λάδι σε μουσαμά 115 Χ90 εκ. Ανήκει σε ιδιωτική συλλογή. Σύμφωνα με σημειωματάριο του καλλιτέχνη εκτέθηκε και πουλήθηκε στην Τεργέστη το 1895.Η έκθεση είχε οργανωθεί από την εκεί ελληνική παροικία προς τιμήν του καλλιτέχνη, ενώ του απονεμήθηκε και Οικονομικό βραβείο. Επανάληψη του έργου παρουσιάσθηκε στην Ετήσια Έκθεση του Μονάχου στο Glaspalast το 1896 και στην Αθήνα στην Καλλιτεχνική Έκθεση στο Ζάππειο το 1899.Στο εσωτερικό δωματίου με τον πάγκο στον τοίχο και το πρεβάζι με τα λουλούδια στο παράθυρο, εικονίζονται δύο κοριτσάκια που παίζουν το γνωστό παιχνίδι Κού-κου. Μια μεγάλη βαυαρέζικη καρέκλα με το σκούρο καφέ όγκο της κυριαρχεί στο κέντρο του πίνακα. Τα δύο κοριτσάκια λουσμένα στο φως,γεμάτα ζωή,καταλαμβάνουν δυναμικά το χώρο. Η ελληνική κριτική επικεντρώθηκε στη φυσικότητα της απεικόνισης της σκηνής και είναι τόσο φυσική η εικόνα, ώστε νομίζεις ότι τα παιδάκια είναι ζωντανά, και να, τώρα, θα κινηθούν και θα αλλάξουν θέσιν...
 __________________________
https://el.wikipedia.org/