Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2018


 Περί αντωνυμιών


 Belvedere Overlooking Montmartre – 1886 – Vincent van Gogh

Αυτός, εσύ, εγώ,
αυτοί, εσείς, εμείς.
Αχ αυτές οι αντωνυμίες,
μυστήριο λες και είναι αξεδιάλυτο της ζωής!
Εάν δεν ξέρεις σωστά να τις χρησιμοποιείς,
πολύ πονάς
και ως αδιόρθωτος μαθητής,
και ως άνους ή/και ευθυνόφοβος πολίτης ή πολιτευτής…

Γ. Απτεραίος,

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2018


Οι προειδοποιήσεις


«Νάρκισσος» του Caravaggio


Μια κινέζικη ιστορία μας διηγείται τις προειδοποιήσεις του θανάτου που δε γίνονται αντιληπτές, τη γλώσσα του κατά κάποιο τρόπο.
Μια μέρα ένας νεαρός άντρας γονάτισε στην όχθη ενός ποταμού. Βύθισε τα χέρια του στο νερό για να δροσίσει το πρόσωπό του κι εκεί, στο νερό, είδε ξαφνικά την εικόνα του θανάτου.
Σηκώθηκε τρομαγμένος και ρώτησε:
"Τί θέλεις; Είμαι νέος! Γιατί ήρθες να με αναζητήσεις δίχως την παραμικρή προειδοποίηση;"
 «Δεν ήρθα να σε αναζητήσω», απάντησε η φωνή του θανάτου. «Ησύχασε και γύρισε στο σπίτι σου, γιατί περιμένω εδώ κάποιον άλλο. Δε θα έρθω να σε ζητήσω χωρίς να σε προειδοποιήσω πρώτα, σου το υπόσχομαι.»
Ο νεαρός επέστρεψε χαρωπός στο σπίτι του. Μεγάλωσε, παντρεύτηκε, απέκτησε παιδιά, ακολούθησε το ρεύμα της ήσυχης ζωής του. Μια καλοκαιριάτικη μέρα βρέθηκε στην όχθη του ίδιου ποταμού και σταμάτησε ξανά για να δροσιστεί. Είδε ξανά το πρόσωπο του θανάτου. Τον χαιρέτησε και θέλησε να σηκωθεί. Όμως μια τρομερή δύναμη τον κρατούσε γονατισμένο στην όχθη του νερού. Τον κατέλαβε φόβος και ρώτησε:
 «Τί θέλεις;»
 «Εσένα θέλω», απάντησε η φωνή του θανάτου. «Σήμερα ήρθα να σε αναζητήσω.»
 «Μου είχες υποσχεθεί ότι δε θα ερχόσουν να με ψάξεις χωρίς να με προειδοποιήσεις! Δεν κράτησες την υπόσχεσή σου!»
 «Σε προειδοποίησα», είπε ο θάνατος.
 «Με προειδοποίησες;»
 «Με χίλιους τρόπους. Κάθε φορά που κοιταζόσουν στον καθρέφτη, έβλεπες τις ρυτίδες σου να βαθαίνουν, τα μαλλιά σου να ασπρίζουν. Αισθανόσουν την ανάσα σου να κόβεται και τις αρθρώσεις σου να χάνουν την ευκαμψία τους. Πώς μπορείς να λες ότι δε σε προειδοποίησα;»

Και τον τράβηξε μαζί του στο βυθό.

Jean Claude Carriere (1998:189-190) Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΩΝ ΣΟΦΩΝ - ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΙ ΜΥΘΟΙ ΑΠ' ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ, Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα

Κική Δημουλά




Το ανέβαλες
Κακοκαιρία μεγάλη,
πέσανε χιόνια
κλείσανε οι δρόμοι, πάγοι,
μεγάλη ολισθηρότης.
Καλά έκανες.
Εάν δεν είναι ολισθηρή η επιθυμία
προς τι να έρθει;

 “ΠΟΙΗΜΑΤΑ”, Εκδόσεις Ίκαρος, 2011

Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2018

Loving Vincent - 2012 Concept Trailer for Kickstarter




Το « Loving Vincent» αποπειράται να εμβαθύνει στην πολυτάραχη ζωή και τον αμφιλεγόμενο θάνατο του Βίνσεντ βαν Γκογκ. Η πλοκή του σεναρίου βασίζεται σε τουλάχιστον 800 επιστολές του Βαν Γκογκ μέσα από δραματικές αναπαραστάσεις των γεγονότων που οδήγησαν στον θάνατό του. Στην τελευταία επιστολή του, ο καλλιτέχνης είχε γράψει: «Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορούμε να μιλάμε παρά μόνο μέσα από τα έργα μας.» Και η φράση αυτή υπήρξε ως η καθοδηγήτρια γραμμή των δημιουργών της ταινίας. Την αφήγηση, αναλαμβάνουν 120 πίνακες του κορυφαίου ζωγράφου που εμφανίζονται στην ταινία καθώς και οι χαρακτήρες που αποτύπωσε πάνω στον καμβά. Οι συγκεκριμένοι χαρακτήρες μιλούν για τον Βίνσεντ σε μια αφήγηση που κλιμακώνεται έως τον θάνατό του. Η ταινία θεωρείται «η πρώτη πλήρως ζωγραφισμένη στο χέρι» ταινία του κόσμου και μάλιστα κάθε πλάνο είναι ελαιογραφία σε καμβά, χρησιμοποιώντας την ίδια τεχνική κατά την οποία ο ίδιος Vincent ζωγράφιζε. Για την πραγματοποίησή της παίρνουν μέρος περισσότεροι από 100 ζωγράφοι που εκπαιδεύονται στην τεχνοτροπία του Βαν Γκογκ. Την ταινία σκηνοθετούν η Πολωνή ζωγράφος και σκηνοθέτης Ντορότα Κομπιέλα και ο Αμερικανός Χιου Ουέλτσμαν, βραβευμένος με ‘Οσκαρ για την ταινία ο «Πέτρος και ο Λύκος».

Egypt: The Other Homeland | Al Jazeera World




Οι Έλληνες και οι Αιγύπτιοι συνδέονται με την αρχαία ιστορία. Και οι δύο λαοί είναι απόγονοι δύο από τους παλαιότερους γνωστούς πολιτισμούς του κόσμου. Στις αρχές του 20ου  αιώνα υπήρχαν περίπου 200.000 Έλληνες στην Αίγυπτο. Σήμερα η ελληνική κοινότητα έχει περίπου 1.000 μέλη.
Ήταν μια κοινότητα που κάποτε ήλεγχε το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής ζωής της Αιγύπτου, ίδρυσε την πρώτη τράπεζα,  τα πρώτα θέατρα και κινηματογράφους της χώρας και παρήγαγε τα πρώτα κρασιά και τα τσιγάρα.
Αλλά αυτή η ευημερούσα κοινότητα αναχώρησε με την άνοδο στην εξουσία του Gamal Abdel Nasser και του παναραβικού εθνικισμού.
Το ντοκυμαντέρ αυτό ακολουθεί αρκετούς Έλληνες πολίτες που πραγματοποιούν επιστροφή στην Αίγυπτο, τη γη όπου γεννήθηκαν και μεγάλωσαν. Επισκέπτονται τα παλιά σπίτια και τις γειτονιές τους καθώς και πρώην οικογενειακές επιχειρήσεις και αναζητούν τους  φίλους που άφησαν πίσω τους.

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2018


«Μαύρη Γραβάτα» – Κική Δημουλά
Από τη συλλογή: Το Λίγο του Κόσμου, 1971



Πότιζε συ τη γλάστρα
κι άσε να κλαίω.
Μόνο γράφε του λόγους,
μήπως κι οφείλω κι άλλη λύπη.
Θέλω να έχω τη συνείδησή μου ήσυχη
πως βασανίστηκα για όλα.

Γράψε πως κλαίω για έναν καθρέφτη.
Άλλοτε διακοσμητικό στοιχείο,
μαντείο τώρα.
Για την ξερή καληνύχτα
που λεν οι μικρές πιθανότητες
και ξοφλάνε.
Γράψε πως κλαίω για το παράθυρό σου,
κλειστό κι ακαλημέριστο
και μελαγχολικό εκ γενετής του.
Για τα πουλιά της τελευταίας δεκαετίας.
Τον τρόμο τους με τις κεραίες τηλεοψίας.
Για την προσαρμογή τους ύστερα,
και τα πετάγματά τους
σ’ αυτά τα σιδερένια δέντρα.
Που μάθανε να τραγουδούν σε σιδερένιους κλώνους.

Γράφε.

Γι’ αυτό το Σαββατόβραδο που θάφτηκε
ανάμεσα σε δύο κυπαρίσσια
Στη Φραγκόκλησα.
Για το φεγγάρι που πενθεί – φοράει
μαύρη γραβάτα σύννεφο,
γράψε πως κλαίει.
Κλαίω γιατί με ρώτησες
αν είδα την πανσέληνο.
Όχι, τίποτα ολόκληρο δεν είδα και δεν έζησα.
Κλαίω που τα παιδιά κρατούν τη σάκα τους
σαν τελειωμένη κιόλας γνώση,
και στων αγίνωτων ωρών
την τρυφερή καθησύχαση δεν πάνε
και δεν παίζουν.

Γράψε πως κλαίω για τις μητέρες.
Τις πιο παλιές μητέρες μου.
Τις λεπτές κι όμορφες,
των παραθύρων ερωμένες,
αρπίστριες του αγναντέματος,
που τις επήρε απρόφταστες ο θάνατος
κι αυτές μακροημερεύουν μητρικές
σε σαλονιού φωτογραφίες
και σε κεντήματα.

Κλαίω γιατί ανάψανε τα φώτα
κι η Κυριακή κουλουριασμένη γάτα
στο παράθυρό μου.
Ο φόβος βάζει τα καλά του
και περιμένει.

Γράφε.
Πως κλαίω για τους τυφώνες,
το λίγο φαΐ
το κάθε Λίγο,
για τους σεισμούς
χωρίς προειδοποίηση.
Κλαίω επειδή χαμένη πάει
η είδη που μου ’φερες
πως είδες χθες την πρώτη πεταλούδα.
Κλαίω γιατί δεν είδηση το εφήμερο.

Γράφε. Κλαίω
επειδή η τύχη κλείστηκε στο σπίτι της,
η αναβολή έφτασε στον δήμιο,
το παγούρι έχει φτάσει στην έρημο,
η νεότης έχει φτάσει στη φωτογραφία.
Κλαίω γιατί ποιος ξέρει ποιος θα κλείσει
των ημερών μου τα μάτια.

Πότιζε συ τη γλάστρα
κι άσε να κλαίω επειδή…


Κων/νου Καβάφη "Το Πρώτο Σκαλί"      
Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984


Εις τον Θεόκριτο παραπονιούνταν
μια μέρα ο νέος ποιητής Ευμένης·
«Τώρα δυο χρόνια πέρασαν που γράφω
κ’ ένα ειδύλλιο έκαμα μονάχα.
Το μόνον άρτιόν μου έργον είναι.
Aλλοίμονον, είν’ υψηλή το βλέπω,
πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα·
κι απ’ το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι
ποτέ δεν θ’ ανεβώ ο δυστυχισμένος.»
Είπ’ ο Θεόκριτος· «Aυτά τα λόγια
ανάρμοστα και βλασφημίες είναι.
Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει
νάσαι υπερήφανος κ’ ευτυχισμένος.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.
Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο
πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει.
Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο
πρέπει με το δικαίωμά σου νάσαι
πολίτης εις των ιδεών την πόλι.
Και δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι
και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν.
Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας
που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.»




Νίκος Καρούζος
Από τη συλλογή “Λογική μεγάλου σχήματος”, 1989



Πιστεύω εις ένα Ποιητήν εκτός ουρανού/ φυγάς θεόθεν και αλήτης, Εμπεδοκλής / και επί γης /εξόριστος πάνω στη γη κ.λ.π. του Βωδελαίρου/.
Πιστεύω εις ένα Υπολογιστήν εντός κεραυνού και δια της ύλης.
Υποφέροντας άχραντα /ουσιαστικόν/ ο Ποιητής ανατείνεται βραδυφλεγής αυτόχειρας εξυπακούοντας πολύωρους ύπνους.
Τα υποψήφια λάθη λιγοστεύοντας.
Ορατών τε πάντων και αοράτων ιερουργώντας την αποκρομμύωση.
Ο Ποιητής έχει τίποτα /βλέπε τους αναχωρήσαντες/.
Πιστεύω εις ένα Ποιητήν που λέει: η τρέλα μ’ αρέσει. γελοιοποιεί την ύπαρξη. ας ανάψω απ’ τη μάνα μου.
Συνταχτικό δεν το γνοιάζεται στην προσταγή της μουσικότητας. Μαζί και μ’ άλλες ακόμη λευτεριές, και τα νυ παίζονται κατά την έννοια ήχος οπουδήποτε. Π.χ. τον χειμώνα εδώ, το χειμώνα εκεί. δε θα ’ρθει – δεν θα καταλαγιάσουμε, κ.λ.π. κ.λ.π.
Ο Ποιητής γυμνάζει τη σκέψη σε απογύμνωση.
Κι αν είναι έλληνας οφείλει να σπουδάζει πάντοτε της Αττικής τη λεπτότητα, σε φως, βουνά, χωράφια και θάλασσα. Διδάσκει γλώσσα η λεπτότητα τούτη.
Κι αν είναι βαθιά πεπρωμένος ο Ποιητής εκφράζει το ανεξήγητο του εξηγητού. τυγχάνει νόμιμος διάδοχος του επιστήμονα και προκάτοχος του.
Στον αφρό δεν έχει διάρκεια. στο πατοκάζανο μαίνεται ο Ποιητής.
Φλογοδίαιτος και ποτέ ξελυτρωμένος.
Ο Ποιητής κάποτε πρέπει να λέει: μεγάλη κατανάλωση παρουσίας – γενείτε και λίγο μοναξιάρηδες!
Ο Ποιητής είναι αμφίφλοξ.
Επιδέχεται θανάτους και αναστάσεις.
Ακροθωρίζει και υπάρχει σε ξαφνοκοίταγμα.
Είναι ουραγός της μητέρας.
Ανέσπερος από ηλικία.
Πιστεύω εις ένα Ποιητήν που λέει: να συμπέσουν οι αγνότητες. Μέχρι την Κόρινθο του Σύμπαντος ή μακρύτερα.
Σε ανώτερη απελπισία.
Σε φαεινότερη πεμπτουσία.
Σε μιαν αίσθηση που πτηνούται.
Συγχωρώντας τους πάντες.»