Ποίηση του Σοφοκλή - α΄ Στάσιμο της Αντιγόνης-
Από την Χαϊντεγκεριανή μετάφραση
Πολλαπλό το ανοίκειο, τίποτα όμως
δεν κινείται ανοικειότερο ξεπερνώντας τον άνθρωπο,
Αυτός οδεύει πέρα απο την αφρισμένη φουσκοθαλασσιά
με του νοτιά τη χειμωνιάτικη θύελλα
και διασχίζει τα βουνά
και τ' άγρια φαράγγια των κυμάτων.
Και την υπέρτατη των θεών, τη γη,
την καταπονάει την ακατάλυτα ακάματη,
ανατρέποντας τη χρόνο με το χρόνο
πηγαινοφέρνοντας με τ' άλογα
τ' αλέτρια.
Και το ελαφρά αιωρούμενο σμήνος των πουλιών
τυλίγει και κυνηγάει
όλα τα ζώα της άγριας φύσης
και τα ζωντανά που κατοικούν στη θάλασσα,
ο αγχίνους άνθρωπος.
Αυτός καταδαμάζει με τεχνάσματα το ζώο,
που στα βουνά διανυκτερεύει και περιπλανιέται,
του αλόγου τον τράχηλο με την άγρια χαίτη
και τον ανίκητο ταύρο
αναγκάζει σε υποταγή,
τον ξύλινο ζυγό περνώντας στο λαιμό τους.
Και με τον ήχο της λέξης
και με τη γοργή σαν τον άνεμο κατανόηση
εξοικειώθηκε και με το σθένος
της κυριαρχίας πάνω στις πόλεις.
Και πως να ξεφεύγει έχει σκεφθεί,
από την έκθεση στα βέλη
των κακοκαιριών και της νυχτερινής παγωνιάς.
Καθ' οδόν ταξιδεύοντας παντού, χωρίς πείρα και διέξοδο
φθάνει στο τίποτα.
Από τη μόνη πίεση, το θάνατο, δεν καταφέρνει
ποτέ με φυγή ν' αμυνθεί
ακόμα και αν πετυχαίνει από ανίατη αρρώστια
επιδέξιο ξεγλίστηρμα
Παρά τη σοφία, καθώς την τέχνη
της γνώσης κυριαρχεί περ' από κάθε ελπίδα,
ξεπέφτει τη μια στο κακό,
την άλλη πετυχαίνει το αγαθό.
Ανάμεσα στους νόμους της γης και την
ένορκη δίκη των θεών πορεύεται.
Υψούμενος πάνω απ' τον τόπο, χάνει τον τόπο
αυτός, για τον οποίο πάντα το μη-ον είναι
χάριν της τόλμης.
Ας γίνει έμπιστος στην εστία μου,
ούτε να μοιράζεται τις απόψεις του η γνώση μου,
αυτός που τέτοια κάνει έργα