Οι μέρες σκοτείνιασαν
Δημήτρης Δόγκας
Δημήτρης Δόγκας
Του καλοκαιριού το
ατίθασο φέγγος χαμήλωσε
κι ο ήλιος σάμπως
σκυφτός τώρα πια στον ουράνιο δρόμο του.
Το φως υποκλίνεται,
ακόμα κι αυτό στης φθοράς τον αέναο κύκλο
καθώς μέσα από τ’ άσπρα
τρεχάμενα σύννεφα
λίγο λίγο σταλάζει τα
μαραμένα χρυσοκόκκινα φύλλα του.
Το αίμα της άνοιξης
στέγνωσε μέσα στο καλοκαίρι.
Απρόσκλητο το φθινόπωρο
ήρθε ανεπαίσθητα κι
άπλωσε της σιωπής το αραχνούφαντο πέπλο.
Σώπασαν τα τζιτζίκια
ανυποψίαστα
και τα τσόνια καχύποπτα
ένα ένα σωπαίνουν.
Η πλάση όλη βουβαίνεται
εξόν απ τον άνεμο
κι η πόλη βουβή, ηρεμεί
το ανθρώπινο σμάρι.
Οι άνθρωποι, στις
θερινές φορεσιές τους ακόμα,
αποσύρονται βιαστικοί.
Το ρίγος στη
ραχοκοκκαλιά κι η μικρή ανατριχίλα στο στέρνο.
Ανέμελοι έρωτες που
ακόμα φτερουγάνε μετέωροι,
ξέμειναν δίχως φωλιά,
σαν τσόφλια τζιτζικιών
πάνω στα δέντρα.
Έρπουσα η θλίψη
απλώνεται με του ψιλόβροχου τις γκρίζες σταγόνες
και τα μικρά γινομένα
ρυάκια.
Και στο λιμάνι,
καταμεσής, η ήρεμη μοναξιά του καραβιού
που απέμεινε δεμένο στο
μουράγιο μόνο, δίχως μπάρκο, χωρίς ναυτικούς.
Σωπαίνουν οι άνθρωποι,
η πόλη βουβή.
Μονάχα οι ρήτορες στις
αδειανές πλατείες ακόμα μιλούν,
σαν μαριονέτες
κρεμάμενες ανάμεσα στα κίτρινα φύλλα που ράθυμα στροβιλίζει ο άνεμος.
Κι ο ουρανός ολοένα
σταλάζει απ την γκρίζα παλέτα του πάνω στης γης το στυπόχαρτο.
Χρυσοκόκκινα και
μαραμένα κίτρινα φύλλα.
Το αραχνούφαντο πέπλο
της σιωπής σκεπάζει την πλάση,
σβήνει τους ήχους εξόν
απ τον άνεμο,
εξόν και το ψιθύρισμα
του νερού στο ψιλόβροχο.
Μα προπαντός νοτίζει με
λησμονιά την ανάσα της πόλης
για να σβήσει το έχει
της άνοιξης.
Σκοτείνιασε.
Έρπει κι απλώθηκε το
φθινόπωρο για τα καλά.
Αλλιώτικο, μεγάλο
φθινόπωρο.
Θέλει δεν θέλει όμως,
σαν όλα τα φθινόπωρα,
κρατάει κάτω απ το
πέπλο του σαν σπέρμα περίκλειστη τη μνήμη της άνοιξης.
Τη μνήμη του παιδιού
που με το παραμύθι τρέφει το μπόι του,
τη μνήμη της λεύτερης
σάρκας που πάντα σκίζει το ρικνό πετσί της,
τη μνήμη της πόλης που
πάντα βρίσκει το πέρασμα προς τον Αττικό ουρανό.
Φυλάει τη μνήμη.
Το αρχαϊκό μειδίαμα και
την πάλλευκη ματιά του κούρου
που διαπερνούν των
αιώνων τα σύννεφα
κι ως σέλας ζων
καταυγάζουν της πόλης τη θέαση ως τη μακρινή γραμμή του ορίζοντα.
Έξω σκοτείνιασε.
Αλλά όσο έτσι η μνήμη
σαλεύει
τόσο πιο ανυπόμονη
γίνεται η άνοιξη μες στο ζεστό καινούριο κουκούλι της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου