Η Θάλασσα στην ποίηση και τη λογοτεχνία
The Cliff Walk Pourville
by Claude Oscar Monet
Οδυσσέας Ελύτης -Μικρή Πράσινη Θάλασσα
Μικρή πράσινη θάλασσα
δεκατριῶ χρονῶ
Πού θά ‘θελα νά σέ υἱοθετήσω
Νά σέ στείλω σχολεῖο
στήν Ἰωνία
Νά μάθεις μανταρίνι καί
ἄψινθο
Μικρή πράσινη θάλασσα
δεκατριῶ χρονῶ
Στό πυργάκι τοῦ φάρου
τό καταμεσήμερο
Νά γυρίσεις τόν ἥλιο
καί ν’ ἀκούσεις
Πῶς ἡ μοίρα ξεγίνεται
καί πῶς
Ἀπό λόφο σέ λόφο συνεννοοῦνται
Ἀκόμα οἱ μακρινοί μας
συγγενεῖς
Πού κρατοῦν τόν ἀέρα
σάν ἀγάλματα
Μικρή πράσινη θάλασσα
δεκατριῶ χρονῶ
Μέ τόν ἄσπρο γιακά καί
τήν κορδέλα
Νά μπεῖς ἀπ’ τό
παράθυρο στή Σμύρνη
Νά μοῦ ἀντιγράψεις τίς ἀντιφεγγιές
στήν ὀροφή
Ἀπό τά Κυριελέησον καί
τά Δόξα Σοι
Καί μέ λίγο Βοριά λίγο
Λεβάντε
Κύμα το κύμα νά
γυρίσεις πίσω
Μικρή πράσινη θάλασσα
δεκατριῶ χρονῶ
Γιά νά σέ κοιμηθῶ
παράνομα
Καί νά βρίσκω βαθιά
στήν ἀγκαλιά σου
Κομμάτια πέτρες τά
λόγια τῶν Θεῶν
Κομμάτια πέτρες τ’ ἀποσπάσματα
τοῦ Ἡράκλειτου
Waterhouse miranda
Νικηφόρος Βρεττάκος -
Συνάντηση με τη θάλασσα
Ίσως είναι το μητρικό σου
αλάτι
που σήμερα μ’ έφερε,
θάλασσα,
κοντά σου. Αλλά κι αν
ακόμη
δεν είσαι μητέρα μου,
μοιάζουμε
πάντως. Μπορεί και τα
λόγια μου
να είναι αέρας σαν τα
δικά σου.
Καιρός είναι άλλωστε ν’
αφήσουμε
τα όνειρα, σαν μια φούχτα
άμμο
που τη ρίχνουμε πίσω μας.
Αρκεί
πως αυτός ο παράδοξα
όμορφος
κόσμος μάς μάγεψε.
Μεθύσαμε
θάλασσα!
Τόσο η ψυχή μου όσο
κ’ εσύ, τον γιομίσαμε
κύματα.
Vincent van Gogh -
Seascape at Saintes-Maries
Κ. Καρυωτάκης - Το
Εγκώμιο της Θαλάσσης
Η θάλασσα είναι η μόνη μου αγάπη. Γιατί έχει την όψη του ιδανικού. Και
τ' όνομά της είναι ένα θαυμαστικό.
Δε θυμάμαι το πρώτο αντίκρισμά της. Χωρίς άλλο θα κατέβαινα από μια
κορφή, φέρνοντας αγκαλιές λουλούδια. Παιδί ακόμα, εσκεπτόμουν το ρυθμό του
φλοίσβου της. Ξαπλωμένος στην αμμουδιά, εταξίδευα με τα καράβια που περνούσαν.
Ένας κόσμος γεννιόταν γύρω μου. Οι αύρες μού άγγιζαν τα μαλλιά. Αστραφτε η μέρα
στο πρόσωπό μου και στα χαλίκια. Όλα μου ήταν ευπρόσδεκτα: ο ήλιος, τα λευκά
σύννεφα, η μακρινή βοή της.
Αλλά η θάλασσα επειδή ήξερε, είχε αρχίσει το τραγούδι της, το τραγούδι
της που δεσμεύει και παρηγορεί.
Είδα πολλά λιμάνια. Στοιβαγμένες πράσινες βάρκες επήγαιναν δώθε κείθε
σαν εύθυμοι μικροί μαθητές. Κουρασμένα πλοία, με ονόματα περίεργα, εξωτικά,
ύψωναν κάθε πρωί τη σκιά τους. Ανθρωποι σκεφτικοί, ώριμοι από την άλμη,
ανέβαιναν σταθερά τις απότομες, κρεμαστές σκάλες. Αγρια περιστέρια ζυγίζονταν
στις κεραίες.
Ύστερα ενύχτωσε. Μια κόκκινη γραμμή στον ορίζοντα, μόλις έβρισκε
απάντηση στις ράχες των μεγάλων, αργών κυμάτων. Εσάλευαν σαν από κάποια
μυστική, εσωτερική αιτία, και άπλωναν πλησιάζοντας, για να σπάσουν απαλά,
βουβά. Όλα τ' άλλα -- ο ουρανός, τα βουνά αντίκρυ, το ανοιχτό πέλαγος -- ένα
τεράστιο μάυρο παραπέτασμα.
Έζησε κανείς θλιβερά πράγματα. (Σπίτια μαύρα, κλειστά. Αναιμικά,
εξόριστα δέντρα του δρόμου. Η «μαντάμα» μετράει απογοητευμένη τις μάρκες της.
Στην πλατεία οι λούστροι, κουρασμένοι να κάθονται, σηκώνονται και παίζουν
μεταξύ τους. Ο νέος νομάρχης, με μονόκλ, επροσφώνησε τους υπαλλήλους. Δίπλα
εξύπνησαν για να πάρουν το τρένο. Ποτά ανδρών 10 δρ., ποτά γυναικών 32,50 δρ.)
Στον άνεμο ανοίγει ένα παράθυρο, κ' έρχεται μπροστά μας. Όλα ξεχνιούνται. Είναι
εκεί, άσπιλη, απέραντη, αιώνια. Με το πλατύ της γέλιο σκεπάζει την ασχήμια της.
Με τη βαθύτητά της μυκτηρίζει. Η ψυχή του εμπόρου πεθαμένη και περπατεί. Η ψυχή
της κοσμικής κυρίας φορεί τα πατίνια της. η ψυχή του ανθρώπου λούζεται στην
αγνότητα της θαλάσσης. Βρίσκει η νοσταλγία μας διέξοδο και ο πόνος μας την έκφρασή
του.
Vladimir Volegov- Summer Wind
Κώστας Ουράνης - Στη θάλασσα
Ω Θάλασσα! σαν ήμουνα
παιδί, εξεκινούσα
απ’ το μικρό μου το
χωριό κι ερχόμουνα σε σένα
κι από ‘να βράχο
κοίταζα, ρεμβαστικά, για ώρες
τα κύματά σου κάτω μου
να σκάζουν αφρισμένα.
Μέσα μου σάλευε η ψυχή
για μακρινά ταξίδια
κι ονειρευόμουνα
λαμπρές, μεγάλες πολιτείες
όπου θα ζούσα μια ζωή
φανταχτερή, παρόμοια
μ’ εκείνη που σε
ξενικές εδιάβαζα ιστορίες.
Τώρα, από κείνον τον
καιρό έχουν περάσει χρόνια,
τα βήματά μου έσυρα σε
πλήθος ξένους τόπους
και γνώρισα όλες τις
ζωές και όλους τους ανθρώπους
και, κουρασμένος,
έρχομαι σήμερα να ξεχάσω
της ταραγμένης μου ζωής
τη μάταιη ιστορία
μες τη δική σου, ω
Θάλασσα, μεγάλη ανησυχία!
Winslow Homer, Summer night, 1890
Κωστής Παλαμάς - Μία Πίκρα
Τα πρώτα μου χρόνια τ’
αξέχαστα τα ‘ζησα
κοντά στ’ ακρογιάλι,
στη θάλασσα εκεί τη
ρηχή και την ήμερη,
στη θάλασσα εκεί την
πλατιά, τη μεγάλη.
Και κάθε φορά που
μπροστά μου η πρωτάνθιστη
ζωούλα προβάλλει,
και βλέπω τα ονείρατα
κι ακούω τα μιλήματα
των πρώτων μου χρόνων
κοντά στο ακρογιάλι,
στενάζεις καρδιά μου το
ίδιο αναστέναγμα:
Να ζούσα και πάλι
στη θάλασσα εκεί τη
ρηχή και την ήμερη,
στη θάλασσα εκεί την
πλατιά, τη μεγάλη.
Μια μένα είναι η μοίρα
μου, μια μένα είν’ η χάρη μου,
δεν γνώρισα κι άλλη:
Μια θάλασσα μέσα μου σα
λίμνη γλυκόστρωτη
και σαν ωκιανός ανοιχτή
και μεγάλη.
Και να! μεσ’ στον ύπνο
μου την έφερε τ’ όνειρο
κοντά μου και πάλι
τη θάλασσα εκεί τη ρηχή
και την ήμερη,
τη θάλασσα εκεί την
πλατιά, τη μεγάλη.
Κι εμέ, τρισαλίμονο!
μια πίκρα με πίκραινε,
μια πίκρα μεγάλη,
και δε μου τη γλύκαινες
πανώριο ξαγνάντεμα
της πρώτης λαχτάρας
μου, καλό μου ακρογιάλι!
Ποια τάχα φουρτούνα
φουρτούνιαζε μέσα μου
και ποια ανεμοζάλη,
που δε μου την κοίμιζες
και δεν την ανάπαυες,
πανώριο ξαγνάντεμα
κοντά στ’ ακρογιάλι;
Μια πίκρα είν’ αμίλητη,
μια πίκρα είν’ αξήγητη,
μια πίκρα μεγάλη,
η πίκρα που είν’
άσβηστη και μεσ’ τον παράδεισο
των πρώτων μας χρόνων
κοντά στο ακρογιάλι.
Δημοσθένης Βουτυράς - ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Από τη συλλογή Είκοσι διηγήματα (1924), σ. 43-45.
Η θάλασσα τώρα
κουνιόταν πιο ταραγμένη, πιο αφρισμένη, σαν η εμφάνιση των μαύρων συννέφων να
την είχε εξαγριώσει περισσότερο. Και ο ουρανός σκεπαζόταν από μαύρα σύννεφα,
που τρέχανε, απλωνόντανε γρήγορα, βιαστικά.
Κίτρινοι, φοβισμένοι
ήταν όλοι. Κάποτε ρίχνανε μια άγρια ματιά στον παπά που μαζεμένος, κοντά σ΄ ένα
γίγαντα ναυτικό, κοίταζε τα κύματα.
– Αμ΄ στόπα! έλεγε ένας
επιβάτης ψηλός, κοκκαλιάρης, στόπα άμα τον είδα! Τι διάολο τον ήθελε ο Μιχαλιός
μέσα! Δεν έπρεπε να τον πάρει, δεν έπρεπε! Νάμουν εγώ και νάβαζα αυτόν το
διάολο μέσα!...
– Στο διάολο, έκανε ο
άλλος, που τον άκουγε, δεν ξέρω τι θέλουνε και ταξιδεύουνε αυτοί οι σατανάδες!
Αυτοί δεν έπρεπε να το κουνούν απ΄ τον τόπον τους.
– Είναι δαιμόνοι
σωστοί!
Και η θάλασσα αγρίευε,
ύψωνε τα κύματά της, άνοιγε μύρια στόματα ν΄ αρπάξει το μικρό πλοίο, που
πετούσε ψηλά και φαινότανε να παίζει μ΄ αυτό πριν το καταπιεί. Και τα σύννεφα
απλώνονταν, ξετυλίγονταν, κατέβαιναν.
Τους φαίνονταν ότι όλα,
που πριν ήταν άψυχα, η θάλασσα, τα σύννεφα, ο άνεμος που περνούσε φωνάζοντας
άγρια στ΄ αυτιά του, όλα τώρα νάχανε πάρει ζωή, τη ζωή τους και ζητούσανε ν΄
αρπάξουνε να δαγκώσουνε να καταστρέψουν το μικρό σκαφίδι με τους ανθρώπους
πούχε μέσα.
Μια αστραπή έλαμψε στα
σκοτεινά σύννεφα. Άλλη πάλι φάνηκε...
Φωνή τρόμου ξαφνικά :
– Πάει, πάει! χαθήκαμε!
Δεν έχουμε σωμό!...
– Σκάσε βρε,
τρελάθηκες; φώναξε, ένας γέρος ναύτης σ΄ αυτόν πούπε αυτά τα λόγια, βλέποντάς
τον με άγρια μάτια.
– Τι έπαθες βρε,
τρελάθηκες; του είπε και ο γίγαντας ναυτικός που καθόταν κοντά στον παπά.
– Όχι, μωρέ, έτσι σα
νάδα το μακαρίτη τον πατέρα μου στην αστραπή!
Οι επιβάτες
κοιταχτήκανε. Ο κοκκαλιάρης κούνησε το κεφάλι.
Σιωπηλοί μέναμε. Κάποτε
ρίχνανε στον παπά καμμιά ματιά...
Αλλ΄ η θάλασσα ακόμα
αγρίευε, αστραπές λάμπανε μια πάνω στην άλλη, και κάτι σύννεφα πέρα, κατέβαιναν
χαμηλά, χαμηλά, κ΄ έτσι φαινόντανε να περιμένουν τη διάβαση του μικρού πλοίου.
Και το μικρό πλοίο
σηκωνόταν ψηλά, πετιότανε στα ύψη, κι άλλοτε γκρεμιζότανε στα βάθη, για να
φανεί πάλι στις πλάτες των αφρισμένων κυμάτων.
– Αυτός, αυτός φταίει!
ακούστηκε ξαφνικά μια φωνή, η φωνή του κοκκαλιάρη· είχε σηκωθεί και έδειχνε τον
παπά.
– Αυτός, ναι αυτός!
φώναξαν και οι άλλοι μέσα στον πάταγο της τρικυμίας. Δε θα σωθούμε αν δε φύγει
αυτός!
– Στη θάλασσα! Έξω ο
τρισκατάρατος!
Ο παπάς έκανε να
σηκωθεί, αλλ΄ ο γίγαντας ναυτικός τον άρπαξε, αυτό κάνανε και οι άλλοι που ήταν
δίπλα του, απ΄ την άλλη μεριά του.
Έκανε ο παπάς να
παλέψει, αλλ΄ αυτοί τον σήκωσαν ουρλιάζοντας όμοια με τα στοιχιά που τους
κύκλωναν...
– Στη θάλασσα!
Ο παπάς σα νάταν από
πούπουλο υψώθηκε στα δυνατά τους χέρια...
– Παιδιά ο Θεός...
θέλησε να πει.
Αλλ΄ η φωνή του πνίγηκε
μέσ’ στα ουρλιάσματα των άλλων και στις φωνές της τρικυμίας, που σα να υψώθηκαν
πιο δυνατά, θριαμβευτικά έπειτα, στο πέταμα ενός θύματος.-
Fishing boats By Leonid Afremov
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Όνειρο στο κύμα
Απόσπασμα
.....Μίαν εσπέραν,
καθώς είχα κατεβάσει τα γίδια μου κάτω εις τον αιγιαλόν, ανάμεσα εις τους
βράχους, όπου εσχημάτιζε χιλίους γλαφυρούς κολπίσκους και αγκαλίτσες το κύμα,
όπου αλλού εκυρτώνοντο οι βράχοι εις προβλήτας και αλλού εκοιλαίνοντο εις
σπήλαια· και ανάμεσα εις τους τόσους ελιγμούς και δαιδάλους του νερού, το
οποίον εισεχώρει μορμυρίζον, χορεύον με άτακτους φλοίσβους και αφρούς, όμοιον
με το βρέφος το ψελλίζον, που αναπηδά εις το λίκνόν του και λαχταρεί να σηκωθή
και να χορεύση εις την χείρα της μητρός που το έψαυσε — καθώς είχα κατεβάσει,
λέγω, τα γίδια μου διά ν' “αρμυρίσουν” εις την θάλασσαν, όπως συχνά εσυνήθιζα,
είδα την ακρογιαλιάν που ήτον μεγάλη χαρά και μαγεία, και την “ελιμπίστηκα”, κ'
ελαχτάρησα να πέσω να κολυμβήσω. Ήτον τον Αύγουστον μήνα.
Ανέβασα το κοπάδι μου
ολίγον παραπάνω από τον βράχον, ανάμεσα εις δύο κρημνούς και εις ένα μονοπάτι
το οποίον εχαράσσετο επάνω εις την ράχιν. Δι αυτού είχα κατέλθει, και δι' αυτού
έμελλα πάλιν να επιστρέψω εις το βουνόν, την νύκτα εις την στάνην μου. Άφησα
εκεί τα γίδια μου διά να βοσκήσουν εις τα κρίταμα και τας αρμυρήθρας, αν και
δεν επεινούσαν πλέον. Τα εσφύριξα σίγα διά να καθίσουν να ησυχάσουν και να με
περιμένουν. Με άκουσαν κ' εκάθισαν ήσυχα. Επτά ή οκτώ εξ αυτών τράγοι ήσαν
κωδωνοφόροι και σα ήκουον μακρόθεν τους κωδωνισμούς των, αν τυχόν εδείκνυον
συμπτώματα ανησυχίας.
Εγύρισα οπίσω, κατέβην
πάλιν τον κρημνόν, κ έφθασα κάτω εις την θάλασσαν. Την ώραν εκείνην είχε
βασιλέψει ο ήλιος, και το φεγγάρι σχεδόν ολόγεμον ήρχισε να λάμπη χαμηλά, ως
δύο καλαμιές υψηλότερα από τα βουνά της αντικρινής νήσου. Ο βράχος ο δικός μου
έτεινε προς βορράν, και πέραν από τον άλλον κάβον προς δυσμάς, αριστερά μου,
έβλεπα μίαν πτυχήν από την πορφύραν του ήλιου, που είχε βασιλέψει εκείνην την
στιγμήν.
Ήτον η ουρά της λαμπράς
αλουργίδος που σύρεται οπίσω, ή ήτον ο τάπης, που του έστρωνε, καθώς λέγουν, η
μάννα του, διά να καθίση να δειπνήση.
Δεξιά από τον μέγαν
κυρτόν βράχον μου, εσχηματίζετο μικρόν άντρον θαλάσσιον, στρωμένον με άσπρα
κρυσταλλοειδή κοχύλια και λαμπρά ποικιλόχρωμα χαλίκια, που εφαίνετο πως το
είχον ευτρεπίσει και στολίσει αι νύμφαι των θαλασσων. Από το άντρον εκείνο
ήρχιζεν ένα μονοπάτι, διά του οποίου ανέβαινε τις πλαγίως την απότομον
ακρογιαλιάν, κ έφθανεν εις την κάτω πόρταν του τοιχογυρίσματος του κυρ Μόσχου,
του οποίου ο ένας τοίχος έζωνεν εις μήκος εκατοντάδων μέτρων όλον τον αιγιαλόν.
Επέταξα αμέσως το
υποκάμισον μου, την περισκελίδα μου, κ' έπεσα εις την θάλασσαν. Επλύθην,
ελούσθην, εκολύμβησα επ' ολίγα λεπτά της ώρας. Ησθανόμην γλύκαν, μαγείαν
άφατον, εφανταζόμην τον εαυτόν μου ως να ήμην έν με το κύμα, ως να μετείχαν της
φύσεως αυτού, της υγράς και αλμυράς και δροσώδους. Δεν θα μου έκανε ποτέ καρδιά
να έβγω από την θάλασσαν, δεν θα εχόρταινα ποτέ το κολύμβημα, αν δεν είχα την
έννοιαν του κοπαδιού μου. Όσην υπακοήν και αν είχαν προς εμέ τα ερίφια, και αν
ήκουον την φωνήν μου διά να καθίσουν ήσυχα, ερίφια ήσαν, δυσάγωγα και άπιστα
όσον και τα μικρά παιδιά. Εφοβούμην μήπως τινά αποσκιρτήσουν και μου φύγουν,
και τότε έπρεπε να τρέχω να τα ζητώ την νύκτα εις τους λόγγους και τα βουνά
οδηγούμενος μόνον από τον ήχον των κωδωνίσκων των τραγών. Όσον αφορά την
Μοσχούλαν, διά να είμαι βέβαιος, ότι δεν θα μου φύγη πάλιν, καθώς μου είχε
φύγει την άλλην φοράν, οπότε ο άγνωστος κλέπτης (ω να τον έπιανα) της είχε
κλέψει, ο ανόητος, τον επίχρυσον κωδωνίσκον με το κόκκινον περιδέραιον από τον
λαιμόν, εφρόντισα να την δέσω μ' ένα σχοινάκι εις την ρίζαν ενός θάμνου ολίγον
παραπάνω από τον βράχον, εις την βάσιν του οποίου είχα αφήσει τα ρούχα μου πριν
ριφθώ εις την θάλασσαν....







Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου