Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2021

  Βλέμμα πειρατή




Έχεις ακόμα βλέμμα πειρατή!

Όσο και να γεράσει το πρόσωπο, το σώμα σου,

το σκοτεινό πυρετώδες βλέμμα που με σάρωσε

που με σκλάβωσε,

που μου λήστεψε παρελθόν και μέλλον

είναι δυστυχώς πάντα εκεί.

Ακόμα κι από εκεί πέρα μακριά,

ακόμα κι εδώ μαζί μου,

ακόμα κι όταν πλάι μου έχεις τα μάτια κλειστά,

εγώ το βλέπω και με διαπερνάει.

Για ένα βλέμμα και μόνο,

για ένα βλέμμα που αλλού ποτέ δεν αντίκρυσες,

για βλέμμα ένα,

κερδίζεις ή χάνεις τη ζωή σου.

,

-----------------------------------

Μάρω Βαμβουνάκη, από "ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΗΣ ΒΙΕΡΑΣ ΟΥΛΚΜΑΝ"

Σάββατο 14 Αυγούστου 2021

 

Η Παναγιά των κοιμητηρίων















Πέτρες επήρα και κλαδιά

τα φύτεψα στην αμμουδιά

Και μια ψυχή μελέτησα

το λόγο δεν αθέτησα

 

Με τον καιρό με τον καιρό

έγινε αλήθεια τ’ όνειρο

Οι πέτρες μεγαλώσανε

και τα κλαδιά φυτρώσανε

 

Τα κυπαρίσσια τα κελιά

σου τα ‘κανα παραγγελιά

Τις πόρτες τις αμπάρες σου

και τις οχτώ καμάρες σου

 

Στο μέρος το πιο δροσερό

έστησα το καμπαναριό

Και κύματα και κύματα

γύρω σου τ’ άσπρα μνήματα

 

Έλα Κυρά και Παναγιά

με τ’ αναμμένα σου κεριά

Δώσε το φως το δυνατό

στον Ήλιο και στο Θάνατο.

_____________________

Οδυσσέας Ελύτης Από ΤΑ ΡΩ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

 

Τετάρτη 11 Αυγούστου 2021

 

 Ελένη

Γιώργος Σεφέρης

 












ΤΕΥΚΡΟΣ: …ἐς γῆν ἐναλίαν Κύπρον, οὗ μ’ ἐθέσπισεν

οἰκεῖν Ἀπόλλων, ὄνομα νησιωτικὸν

Σαλαμῖνα θέμενον τῆς ἐκεῖ χάριν πάτρας.

.........................................................

ΕΛΕΝΗ: Οὐκ ἦλθον ἐς γῆν Τρῳάδ’, ἀλλ’ εἴδωλον ἦν.

........................................................

 

ΑΓΓΕΛΟΣ: Τί φῄς;

Νεφέλης ἄρ’ ἄλλως εἴχομεν πόνους πέρι;

________

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, ΕΛΕΝΗ

 

«Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες.»

Αηδόνι ντροπαλό, μες στον ανασασμό των φύλλων,

συ που δωρίζεις τη μουσική δροσιά του δάσους

στα χωρισμένα σώματα και στις ψυχές

αυτών που ξέρουν πως δε θα γυρίσουν.

Τυφλή φωνή, που ψηλαφείς μέσα στη νυχτωμένη μνήμη

βήματα και χειρονομίες· δε θα τολμούσα να πω φιλήματα·

και το πικρό τρικύμισμα της ξαγριεμένης σκλάβας.

 

«Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες.»

Ποιες είναι οι Πλάτρες; Ποιος το γνωρίζει τούτο το νησί;

Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα:

καινούριους τόπους, καινούριες τρέλες των ανθρώπων

ή των θεών·

η μοίρα μου που κυματίζει

ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα

και μιαν άλλη Σαλαμίνα

μ' έφερε εδώ, σ' αυτό το γυρογιάλι.

Το φεγγάρι

βγήκε απ' το πέλαγο σαν Αφροδίτη·

σκέπασε τ' άστρα του Τοξότη, τώρα πάει νά 'βρει

την Καρδιά του Σκορπιού, κι όλα τ' αλλάζει.

Πού είν' η αλήθεια;

Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης·

το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε.

 

Αηδόνι ποιητάρη,

σαν και μια τέτοια νύχτα στ' ακροθαλάσσι του Πρωτέα

σ' άκουσαν οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το θρήνο,

κι ανάμεσό τους —ποιος θα το 'λεγε;— η Ελένη!

Αυτή που κυνηγούσαμε χρόνια στο Σκάμαντρο.

Ήταν εκεί, στα χείλια της ερήμου· την άγγιξα, μου μίλησε:

«Δεν είν' αλήθεια, δεν είν' αλήθεια» φώναζε.

«Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι.

Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία».

 

Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά, κι αυτό

το ανάστημα

ίσκιοι και χαμόγελα παντού

στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα·

ζωντανό δέρμα, και τα μάτια

με τα μεγάλα βλέφαρα,

ήταν εκεί, στην όχθη ενός Δέλτα.

Και στην Τροία;

Τίποτε στην Τροία — ένα είδωλο.

Έτσι το θέλαν οι θεοί.

Κι ο Πάρης, μ' έναν ίσκιο πλάγιαζε σα να ήταν

πλάσμα ατόφιο·

κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια.

 

Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα.

Τόσα κορμιά ριγμένα

στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης· 

τόσες ψυχές

δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.

Κι οι ποταμοί φουσκώναν μες στη λάσπη το αίμα

για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη

μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου

για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη.

Κι ο αδερφός μου;

Αηδόνι αηδόνι αηδόνι,

τ' είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ΄ανάμεσό τους*;

 

«Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες.»

Δακρυσμένο πουλί,

στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη

που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,

άραξα μοναχός μ' αυτό το παραμύθι,

αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,

αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι δε θα ξαναπιάσουν

τον παλιό δόλο των θεών·

αν είναι αλήθεια

πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,

ή κάποιος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη

ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος, που ωστόσο

είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,

δεν το 'χει μες στην μοίρα του ν' ακούσει

μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε

πως τόσος πόνος τόση ζωή

πήγαν στην άβυσσο

για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.

_______________________________

Γιώργος Σεφέρης. 1955. Κύπρον, οὗ μ᾿ ἐθέσπισεν.

Τετάρτη 4 Αυγούστου 2021

Μίλτος Πασχαλίδης - Κλίμακα Μποφόρ.



Πρώτη εκτέλεση: Μιλτιάδης Πασχαλίδης

Στίχοι: Άλκης Αλκαίος

Μουσική: Μιλτιάδης Πασχαλίδης

 _____________________

Απόψε όλα σκορπισμένα...

Άσε τα φώτα αναμμένα,

πάνω σε κλίμακα μποφόρ,

μετρώ της ήττας μου το σκορ.

 

Λόγια, φιλιά, γυαλιά σπασμένα,

στα χέρια μου τα τρελαμένα.

Κι αν είναι αργά να σε κερδίσω,

είναι νωρίς να κάνω πίσω.

 

Φίλα με, παράλυσέ με,

σαν κεράκι ξόδεψέ με.

Η αγάπη σου, πατρίδα,

που ποτέ μου δεν την είδα.

 

Φίλα με, ταξίδεψέ με,

στα βαθιά ναυάγησέ με.

Της καρδιάς οι πελαγίτες

κάνουνε γιορτές τις ήττες.

 

Απόψε όλα, σκορπισμένα...

Άσε τα φώτα αναμμένα,

αμίλητος να σε κοιτώ...

Να σε πεινώ, να σε διψώ.

 

Να 'μαι ακοίμητος φρουρός σου,

ώσπου να βρεις τον άγγελό σου.

Κι όταν ο ύπνος θα σε πάρει,

στρώμα σου εγώ και μαξιλάρι.

 

Φίλα με, παράλυσέ με,

σαν κεράκι ξόδεψέ με.

Η αγάπη σου, πατρίδα,

που ποτέ μου δεν την είδα.

 

Φίλα με, ταξίδεψέ με,

στα βαθιά ναυάγησέ με.

Της καρδιάς οι πελαγίτες

κάνουνε γιορτές τις ήττες.


Δευτέρα 12 Ιουλίου 2021

 

Ο ΓΛΑΡΟΣ

Γιάννης Σκαρίμπας












Ώρα καλή στου απείρου την καρδιά
γλάρε μου βραδυνέ που φεύγεις – πλοίο,
μετά από σένα η νύχτα, η σιγαλιά,
η κάμαρά μου, ένα φωσάκι, ένα βιβλίο.
 
Πηγαίνεις συ… Εγώ εκπεσμένο αλαργινό
αδέρφι σου νοσταλγικό εδώ μένω·
ένα βιβλίο, ένα φωσάκι –και πονώ–
μια καμαρούλα – αδέρφι μου υψωμένο.
 
Κι όλο πετάς. Ώρα καλή κι έχω δουλειά
στο χούμα δω που βρέθκαν οι καημοί μου,
άσπρα να κάμω τα χρυσά μου τα μαλλιά
κι ύστερα να λυγίσω το κορμί μου.
 
Κι από ακοντά (μην απορείς και μη ρωτάς)
σιγά θα φύγω έχω δουλειά γλάρε μου – πλοίο
ένα βραδάκι που λευκός συ θα πετάς
σαν νάσαι το ανοιγμένο μου βιβλίο…

 

ΦΑΝΤΑΣΙΑ

Γιάννης Σκαρίμπας

______________________________________












Νάναι σα να μας σπρώχνει ένας αέρας μαζί

προς έναν δρόμο φιδωτό που σβει στα χάη,

και σένα του καπέλου σου πλατειά και φανταιζί

κάποια κορδέλα του, τρελά να χαιρετάει.

 

Και νάν’ σαν κάτι να μου λες, κάτι ωραίο κοντά

γι’ άστρα, τη ζώνη που πηδάν των νύχτιων φόντων,

κι αυτός ο άνεμος τρελά-τρελά να μας σκουντά

όλο προς τη γραμμή των οριζόντων.

 

Κι όλο να λες, να λες, στα βάθη της νυκτός

για ένα –με γυάλινα πανιά– πλοίο που πάει

όλο βαθιά, όλο βαθιά, όσο που πέφτει εκτός:

όξ’ απ’ τον κύκλο των νερών – στα χάη.

 

Κι όλο να πνέει, να μας ωθεί αυτός ο αέρας μαζί

πέρ’ από τόπους και καιρούς, έως ότου –φως μου–

(καθώς τρελά θα χαιρετάει κείν’ η κορδέλα η φανταιζί)

βγούμε απ’ την τρικυμία αυτού του κόσμου…

Τρίτη 1 Ιουνίου 2021

  

                 Παιδική ηλικία


Όλα έρχονται τόσο δύσκολα

Μονάχα ο ουρανός μαραίνεται και πέφτει κάθε βράδυ.

Το ηλιοβασίλεμα είναι ένας γέρος που μορφάζει

Κι όμως αυτή είναι η ώρα

Των παλιών ονείρων μας

Των «γενναίων» μας πράξεων.

Των φτωχών μας απολιθωμάτων.

 

Σήμερα κλείνω εκατό χρόνια κούρασης

Πόσο θα’θελα να σας μιλούσα

Για το έκπληκτο φως της παιδικής ηλικίας.

Το φώς αυτό που όλα τα σημαδεύει

Για σήμερα για αύριο και για πάντα

 

Τώρα δεν είναι πιά

Παρά μια λάμπα με σπασμένο τζάμι

_____________

Ζεφη Δαράκη, Μεταπτώσεις

Σάββατο 29 Μαΐου 2021

 

Ξαναδιαβάζοντας τη Μάτση Χατζηλαζάρου

 












Απόψε πονάω 

σʼ όλες μου τις απογνώσεις.

Κάνει πολύ κρύο κάτω απʼ τη σκιά

της ζωής μου που γέρασε.

Βαθιές γουλιές οι μελαγχολίες,

είναι πληρωμένοι δολοφόνοι…

_________________________

Μάτση Χατζηλαζάρου

Από τη συλλογή "Εκεί-πέρα εδώ", 1979

Σάββατο 15 Μαΐου 2021

 

Το σπίτι κοντά στη θάλασσα


        Περικλής Βυζάντιος (18931972)


Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν.

Έτυχε να ‘ναι τα χρόνια δίσεχτα πολέμοι χαλασμοί ξενιτεμοί

κάποτε ο κυνηγός βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά

κάποτε δεν τα βρίσκει – το κυνήγι

είταν καλό στα χρόνια μου, πήραν πολλούς τα σκάγια

οι άλλοι γυρίζουν ή τρελαίνονται στα καταφύγια.

 

Μη μου μιλάς για τ’ αηδόνι μήτε για τον κορυδαλλό

μήτε για τη μικρούλα σουσουράδα

που γράφει νούμερα στο φως με την ουρά της

δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια

ξέρω πως έχουν τη φυλή τους, τίποτε άλλο.

Καινούργια στην αρχή, σαν τα μωρά

που παίζουν στα περβόλια με τα κρόσια του ήλιου,

κεντούν παραθυρόφυλλα χρωματιστά και πόρτες

γυαλιστερές πάνω στη μέρα

όταν τελειώσει ο αρχιτέκτονας αλλάζουν,

ζαρώνουν ή χαμογελούν ή ακόμη πεισματώνουν

μ’ εκείνους που έμειναν μ’ εκείνους που έφυγαν

μ’ άλλους που θα γυρίζανε αν μπορούσαν

ή που χαθήκαν, τώρα που έγινε

ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο.

 

Δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια,

θυμάμαι τη χαρά τους και τη λύπη τους

καμιά φορά, σα σταματήσω ακόμη

καμιά φορά, κοντά στη θάλασσα, σε κάμαρες γυμνές

μ’ ένα κρεββάτι σιδερένιο χωρίς τίποτε δικό μου

κοιτάζοντας τη βραδινήν αράχνη συλλογιέμαι

πως κάποιος ετοιμάζεται να ‘ρθεί, πως τον στολίζουν

μ’ άσπρα και μαύρα ρούχα με πολύχρωμα κοσμήματα

και γύρω του μιλούν σιγά σεβάσμιες δέσποινες

γκρίζα μαλλιά και σκοτεινές δαντέλες,

πως ετοιμάζεται να ‘ρθεί να μ’ αποχαιρετήσει

ή μια γυναίκα ελικοβλέφαρη βαθύζωνη

γυρίζοντας από λιμάνια μεσημβρινά,

Σμύρνη Ρόδο Συρακούσες Αλεξάντρεια,

από κλειστές πολιτείες σαν τα ζεστά παραθυρόφυλλα,

με αρώματα χρυσών καρπών και βότανα,

πως ανεβαίνει τα σκαλιά χωρίς να βλέπει

εκείνους που κοιμήθηκαν κάτω απ’ τη σκάλα.


Ξέρεις τα σπίτια πεισματώνουν εύκολα, σαν τα γυμνώσεις.

 ____________________________________________________

Από την ποιητική συλλογή του Γιώργου Σεφέρη «Κίχλη», 1947.

Τρίτη 27 Απριλίου 2021

 Μεγάλη Εβδομάδα!



Μεγάλη Εβδομάδα!.. Αβάσταχτα μεγάλη για να την αντέξουμε, να την χωρέσουμε. Ούτε η νόησή μας, ούτε η καρδιά μας έχουν τα θεμέλια και τις διαστάσεις να τη σηκώσουνε. Κομματιαστά καταλαβαίνουμε, κομματιαστά αισθανόμαστε τα φοβερά που τούτη την εβδομάδα συμβαίνουν.

Κι ένα λιθόστρωτο σοκάκι γεμάτο σταλαματιές αίμα τραβάει ανάμεσά μας, διασχίζει τη ζωή μας και τραβάει προς το ύψωμα του Γολγοθά. Αυτό ναι, το νιώθουμε.

_________________________

Μάρω Βαμβουνάκη

Παρασκευή 23 Απριλίου 2021

 

«πρὸς Σε ἐκέκραξα»



..Μπήκαν τα χελιδόνια μέσα στην εκκλησία και άρπαξαν, πριν πέσουν κάτω, τους βαριεστημένους ψαλμούς, τα ακατάληπτα λόγια και τα μακρόσυρτα ελέησον.

Ξεσήκωσαν στα φτερά τους τα αναιμικά «πρὸς Σε ἐκέκραξα» και τα «ἐνώτισαι τὴν δέησίν μου», προτού χαθούν στις ρωγμές των τέμπλων και στις γρίλιες του χρόνου ή στην αμεριμνησία των ανθρώπων.

Τα πήγαν ψηλά στον Κύριο και αντήχησαν με τιτιβίσματα και δεήσεις οι νάρθηκες και τα κλίτη και οι τρούλοι και τα εικονίσματα και απάντησε ο Θεός με ένα δάκρυ και ένα θλιμμένο ηλιοβασίλεμα πάνω από το χωριό που μεγάλωσα.

Στράτος Παπάνης

Τρίτη 13 Απριλίου 2021

Domenica - Μέσα στη βουή του δρόμου | Mesa sti voui tou dromou - Officia...


Μέσα στη βουή του δρόμου

ήταν να βρω το όνειρό μου...

να το βρω και να το χάσω

και ούτε πια που θα το φτάσω

 

Μια στιγμή πέρασε μπρος μου

και ήταν η χαρά του κόσμου

η χαρά που μας ματώνει

σαν οι πιο μεγάλοι πόνοι

 

Όνειρο γλυκό και ξένο

και παντοτινά χαμένο

σε κρατώ στο νου μου ακόμα

σαν τριαντάφυλλο στο στόμα

 

Πέρασες όπως περνούνε

όσα δε θα ξαναρθούνε

σε κρατώ στο νου μου ακόμα

σαν τριαντάφυλλο στο στόμα

 

Πέρασες όπως περνούνε

όσα δε θα ξαναρθούνε

πουλιά που έχουν φτερουγίσει

σύννεφα μέσα στη δύση

 

Και άφησε το πέρασμά του

πέρασμα ζωής θανάτου

στην καρδιά μου σαν σφραγίδα

μία πεθαμένη ελπίδα
__________________

Στίχοι: Δημήτρης Παπανικολάου

Μουσική: Δημήτρης Κανελλόπουλος


Δευτέρα 5 Απριλίου 2021

 

Κονιάκ Μηδέν Ἀστέρων

 Κική Δημουλά



 «Προσωπογραφία», 1976, έργο του Γιάννη Τσαρούχη.


 Χαμένα πᾶνε ἐντελῶς τά λόγια τῶν δακρύων.

Ὅταν μιλάει ἡ ἀταξία ἡ τάξη νά σωπαίνει

— ἔχει μεγάλη πείρα ὁ χαμός.

Τώρα πρέπει νά σταθοῦμε στό πλευρό

τοῦ ἀνώφελου.

Σιγά-σιγά νά ξαναβρεῖ τό λέγειν της ἡ μνήμη

νά δίνει ὡραῖες συμβουλές μακροζωίας

σέ ὅ,τι ἔχει πεθάνει.

 

Ἄς σταθοῦμε στό πλευρό ἐτούτης τῆς μικρῆς

φωτογραφίας

πού εἶναι ἀκόμα στόν ἀνθό τοῦ μέλλοντός της:

νέοι ἀνώφελα λιγάκι ἀγκαλιασμένοι

ἐνώπιον ἀνωνύμως εὐθυμούσης παραλίας.

Ναύπλιο Εὔβοια Σκόπελος;

Θά πεῖς

καί ποῦ δέν ἦταν τότε θάλασσα.

 _____________________        

(Χαῖρε ποτέ, 1988)

Σάββατο 27 Μαρτίου 2021

 

Mario Benedetti: Ένα μικρό αφιέρωμα στον έρωτα



Ο Mario Orlando Hardy Hamlet Brenno Benedetti Farrugia (14 Σεπτεμβρίου 1920 – 17 Μαΐου 2009),  γνωστός ως Mario Benedetti, ήταν Ουρουγουανός δημοσιογράφος, μυθιστοριογράφος και ποιητής. Δημοσίευσε από 80 βιβλίων που μεταφράστηκαν σε είκοσι γλώσσες. Τα ερωτικά κυρίως έργα του μελοποιήθηκαν και έγιναν δημοφιλή τραγούδια. Θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς συγγραφείς του τελευταίου μισού του 20ού αιώνα.

Μερικά αποφθέγματά του:

-Όταν φαίνεται πως η ζωή μιμείται την τέχνη, είναι γιατί η τέχνη έχει καταφέρει να αναγγείλει τη ζωή.

-Το να σε κάνει κάποιος να νιώσεις πράγματα χωρίς να σε αγγίξει ούτε με το μικρό του δαχτυλάκι, αυτό είναι κάτι αξιοθαύμαστο.

-Πρέπει να σου γίνει σαφές. Εκεί που τελειώνει το στόμα σου, εκεί ξεκινά το δικό μου.

-Τι όμορφη αϋπνία όταν ξαγρυπνώ πάνω στο κορμί σου.

-Πέντε λεπτά είναι αρκετά για να ονειρευτεί κανείς μια ολόκληρη ζωή, τόσο σχετικός είναι ο χρόνος.

-Ξέρω πως θα σε αγαπήσω χωρίς ερωτήσεις, ξέρω πως θα με αγαπήσεις χωρίς απαντήσεις.

-Γεννιόμαστε λυπημένοι και πεθαίνουμε λυπημένοι, αλλά στο ενδιάμεσο, αγαπάμε σώματα, που η θλιμμένη ομορφιά τους είναι ένα θαύμα.

-Ακόμα πιστεύω πως ο καλύτερός μας διάλογος ήταν αυτός με τις ματιές.

-Όλοι θέλουμε αυτό που δεν μπορεί να γίνει, είμαστε φανατικοί του απαγορευμένου.

-Και, στο τέλος, ο θάνατος είναι απλώς ένα σύμπτωμα ότι υπήρξε ζωή.

 

 Έρωτας το απόγευμα

 

Κρίμα να μην είσαι μαζί μου

όταν κοιτώ το ρολόι και είναι τέσσερις

και τελειώνω τη σελίδα και μένω σκεφτικός δέκα λεπτά

και τεντώνω τα πόδια όπως κάθε απόγευμα

και κάνω να έτσι τους ώμους μου να μου ισιώσει η πλάτη

και στύβω τα δάχτυλά μου και βγάζουν ψέματα.

 

Κρίμα να μην είσαι μαζί μου

όταν κοιτώ το ρολόι και είναι πέντε

και είμαι αριθμομηχανή που μετράει συμφέροντα

ή δύο χέρια που χοροπηδάνε πάνω σε σαράντα πλήκτρα

ή έν’ αφτί που ακούει σαν ωτακουστής τα πάντα

ή ένας τύπος που φτιάχνει αριθμούς να λένε αλήθειες.

 

Κρίμα να μην είσαι μαζί μου

όταν κοιτώ το ρολόι και είναι έξη.

Θα μπορούσες νά ’χες έλθει να μου κάνεις έκπληξη

και να μού ’λεγες <<Πώς πάει;>> και να μέναμε

εγώ με το κόκκινο σημάδι απ’ το κραγιόν σου

εσύ με το μπλε σημάδι απ’ τα καρμπόν μου.

____________

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής

Πέμπτη 25 Μαρτίου 2021

 

«If only»




Ω, αν μόνο κάποτε έρθει ο καιρός,

η μόνωση πλησίον μιας παραλίας μακρινής

να πληροί όλα τα φοβερά κενά της ζωής

και των νυχτών της, όλους τους αγώνες

με το Άγνωστο και το Μαύρο, – τούτο μόνο

θ’ αρκούσε, όλα νάταν λυμένα

τα μυστήρια τ’ αγωνιώδη.

 

Αν μόνο η θέα ολοσκέπαστου ουρανού

του φθινοπώρου, που δίνει νέα διαφάνεια

στα βότσαλα της θαλάσσης,

(εκείνη την ανοιχτά πράσινη των ματιών της Νεράιδας)

έφθανε να καλύψει τη ζωή στο σύνολό της,

 – ετούτο μόνο, θάταν κιόλας η ευτυχία.


Όταν μια σου στιγμή,

Άνθρωπε, πούχεις ξεφύγει το πλέγμα των θορύβων,

αισθανθείς άυλος πια και κατασταλαγμένος,

– τούτο, αν ήσουν βέβαιος πως θάταν και το διαρκές·

πως σε μιαν ώρα μέσα, στο πλευρό σου

δεν θα βρισκόταν η Σειρήνα, να σου ταράξει

τη διαφάνεια των βοτσάλων, – και τούτο μόνο

θάταν κιόλας η ευτυχία.

 

Αλλά έρχεται ήδη η φωνή της, από Βορρά, από Νότου,

από Ανατολικά κι από Δυσμών. Βουάνε

όλοι οι ορίζοντες από δαύτη. Έρχεται ολούθε

 με την ουσία της βροχής ή των ανέμων. Με τους αφρούς

των κυμάτων. Το σύμπαν, κι η ψυχή του ανθρώπου,

είναι γεμάτα απ’ αυτή τη φωνή. Ας έρθει. Δεν είναι ακόμη

ερχομένος ο καιρός του Θανάτου.

__________________________

Τ.Κ. Παπατσώνης, Εκλογή Α’. Ursa Minor. Εκλογή Β’ , εκδ. Ίκαρος, 1988

Κυριακή 21 Μαρτίου 2021

 


 Τα άδεια σακιά τα φουσκώνει ο αέρας και τους ανόητους η έπαρση

________________________________

Σωκράτης

 


Και μια μέρα θέλω να γράψουν στον τάφο μου: έζησε στα σύνορα μιας ακαθόριστης ηλικίας και πέθανε για πράγματα που είδε κάποτε σ' ένα αβέβαιο όνειρο.

Τάσος Λειβαδίτης

Σάββατο 6 Μαρτίου 2021

"Νὰ φύγεις ἀπ’ τὴ μνήμη μου καὶ τὴν καρδιά μου.”

 

“Ἐν τῷ μεταξύ, κάθε μέρα ἔχω μαλώματα μὲ τὴν καρδιά μου.

«Καρδιά μου», τῆς λέω, «κάνε κι ἐσύ μιὰ ὑποχώρηση

ὑπάρχει τόση ὁμορφιὰ σ’ αυτὸ τὸν κόσμο,

ὑπάρχουν τόσα σαββατόβραδα γιὰ γλέντι,

ἐπιτέλους δὲ χάθηκαν οἱ εὐκαιρίες γιὰ προσήλωση».

«Δὲν ξἐρεις τί ζητᾶς», μοῦ ἀποκρίνεται,

«σὲ χάλασαν οἱ τόσες διαψεύσεις,

σ’ ἔκανε εὔκολο ἡ ἀπελπισία,

ἔπαψες νὰ πιστεύεις πιὰ στὸν ἔρωτα: σὲ κλαίω».

 

Δὲν ξέρω τί τῆς ἔκανες αὐτῆς τῆς καρδιᾶς

καὶ ξημεροβραδιάζεται μὲ τ’ ὄνομά σου

ὅμως ἐγὼ εἶμαι ἀδύνατος ἄνθρωπος,

ἡ σάρκα μου πεινάει, θέλει νὰ φάει,

τὸ αἷμα μου κρυώνει, θέλει νὰ ζεσταθεῖ.


---------------------------------------------

― Ντίνος Χριστιανόπουλος, Ποιήματα

Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2021

 

Γενάρης 1904, Κων/νος Καβάφης




Αχ, οι νύχτες του Γενάρη αυτουνού,

Που κάθομαι και ξαναπλάττω με το νου,

Εκείνες τες στιγμές και σ’ ανταμώνω

Κι ακούω τα λόγια μας τα τελευταία,

Κι ακούω τα πρώτα, κι ακούω τα πρώτα

Κι ακούω τα πρώτα

 

Απελπισμένες νύχτες του Γενάρη αυτουνού,

Σαν φεύγει η οπτασία και μ’ αφήνει μόνο

Πώς φεύγει και διαλύεται βιαστική.

Πάνε τα δέντρα,

Πάνε οι δρόμοι,

Πάνε τα σπίτια,

Πάνε τα φώτα.

 

Σβήνει και χάνεται η μορφή σου,

Η ερωτική

Σβήνει και χάνεται η μορφή σου,

Η ερωτική

 

Απελπισμένες νύχτες του Γενάρη αυτουνού,

Σαν φεύγει η οπτασία και μ’ αφήνει μόνο

Πώς φεύγει και διαλύεται βιαστική.

Πάνε τα δέντρα,

Πάνε οι δρόμοι,

Πάνε τα σπίτια,

Πάνε τα φώτα.

Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2021

 


[ ΕΙΜΑΣΤΕ ΚΑΤΙ ... ] KAΡΥΩΤΑΚΗΣ



Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες

κιθάρες. Ο άνεμος, όταν περνάει,

στίχους, ήχους παράφωνους ξυπνάει

στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.

 

Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες.

Υψώνονται σα δάχτυλα στα χάη,

στην κορυφή τους τ’ άπειρο αντηχάει,

μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.

 

Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,

χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.

Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.

 

Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.

Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις

είναι το καταφύγιο που φθονούμε.