Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2019


Οδυσσέας Ελύτης, «Της σελήνης της Μυτιλήνης»
Παλαιά και νέα ωδή



Δεκέμβριος -Γκλόσεστερ - Paul Cornoyer - 1916


Όχι που ήμουν άτυχος — θέλω να πω
Που τα χρόνια επάνω μου δεν έπιαναν σαν το νερό
Και τα λόγια μου μέσα στο φως πηδώντας
Όμοια ψάρια να φτάσουν λαχταρίζανε
Μέσ’ στον άλλο ουρανό — Μα που πια κανείς κανείς
Ν’ αναγνώσει δε γνώριζε Παράδεισο
Παλιά θαλασσινή Σελήνη μου μόνο σε Σένα θα το πω
Γιατί μου ομόρφυνες τη δυστυχία — και ξέρω:

Το παλιό μου σπίτι ακόμη κατοικώ
Και στα ίδια τριξίματα τρομάζω
Και τις νύχτες πάλι βγαίνοντας ο Ιούλιος
Τυλιγμένος τη μαύρη πρασινάδα σου παραμιλώ

Έφυγαν έφυγαν ένας αέρας οι άνθρωποι
Στους βαθείς κρυφούς κυπαρισσώνες
Έν’ αργό ανατρίχιασμα η συρτή που η Νύχτα
Μέσ’ στα φύλλα τραβάει όλο σπιθίσματα

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2019




τι χρώμα έχει η αναμονή
στα πιο ψηλά μπαλκόνια

τι μουσική, τι ήχο έχει
όταν μακριά οι υπόλοιποι γλεντούν

μετά τον κατακλυσμό
τι νόημα έχει το πως ήμασταν πριν
ποιος ο λόγος να
"ξαναγίνουμε"

όταν το αύριο προβάλει
τις δικές του προδιαγραφές
εκτοξεύοντας αξίες φυλαγμένες σε σεντούκια μνήμης
στο διάστημα του καινούργιου

αχρειάστα όλα λοιπόν
και μόνο ένα σχοινί γερό
για να κατέβουμε πάλι στο έδαφος ξανά απ' την αρχή
η να πνιγούμε
δια παντός


Göksel - Çaresizim

Michalis Tzouganakis / Paradosiakes Kontylies - Μιχάλης Τζουγανάκης / Πα...





Μιχάλης Τζουγανάκης
Παραδοσιακές Κοντυλιές

Άμε να βρεις το ταίρι
σου κι άσε με εμένα μόνο,
αφού θαρρείς πως
νταγιαντώ του χωρισμού τον πόνο...

Μίλιε μου μερτζανόχειλη
και μη μου κάνεις νάζι
γιατί ο Θεός την
ομορφιά σαν τον ανθό τινάζει

Πράσινος είν' ο
αρισμαρής και μπλάβος ο ανθός του
κι απ' αγαπά μελαχροινό
βαρύς είν' ο καημός του.

Άμε να βρεις το ταίρι
σου κι άσε με εμένα μόνο,
αφού θαρρείς πως
νταγιαντώ του χωρισμού τον πόνο

Δεντρί που ο αέρας το
χτυπάει μια μέρα θα το σπάσει
κι ο νιός απού κρυφά
αγαπά μια μέρα θα χτικιάσει

Εσύ 'σαι στην Ανατολή
κι είναι η ζωή μπροστά σου

κι εγώ 'μαι στο
βασίλεμα και μου φωνάζεις στάσου.

Light in Babylon - Ya Sahra

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2019

Bossa Nova - Walking On The Moon



Ένα άτιτλο ποίημα του Μιχαήλ Λέρμοντοφ


Βγαίνω μόνος στον δρόμο.
Στην ομίχλη το λιθόστρωτο λάμπει.
Ήσυχη νύχτα. Η ερημιά προσεκτικά τον Θεό ακούει
και το ’να αστέρι μιλάει στο άλλο.

Στον ουρανό υπέροχα και γιορτινά!
Κοιμάται η γη στο λαμπερό γαλάζιο...
Γιατί πονάω τόσο και είναι τόσο δύσκολο;
Σαν τι να περιμένω; Ποιος λόγος να λυπάμαι;

Τίποτε πια εγώ δεν περιμένω απ’ τη ζωή,
μα ούτε για το παρελθόν δεν μετανιώνω.
Για ελευθερία ψάχνω και ηρεμία!
Θα ήθελα να ξεχαστώ και ν’ αποκοιμηθώ!

Αλλ’ όχι του τάφου τον κρύο ύπνο...
Θα ’θελα αιώνια έτσι να κοιμηθώ,
που να κρατάει η ζωή στο στήθος
με ήρεμη αναπνοή,

κι ευχάριστα ν’ ακούω νύχτα μέρα
γλυκιά φωνή να τραγουδάει την αγάπη,
και πάνω μου να πρασινίζει πάντα,
να σκύβει, να θροΐζει η σκούρα δρυς.
_____________________________

Ο ποιητής Μιχαήλ Γιούρεβιτς Λέρμοντοφ γεννήθηκε στη Μόσχα το 1814 και πέθανε στο Πιτιγκόρσκ το 1841. Στο έργο του ενυπάρχουν ο πολιτικός και ο φιλοσοφικός λόγος. Η ποίησή του σηματοδότησε μια νέα άνθηση στη ρωσική λογοτεχνία και είχε μεγάλη επιρροή στους Ρώσους συγγραφείς και ποιητές του 19ου και 20ου αιώνα. Από τα έργα του εμπνεύστηκαν ζωγράφοι, συνθέτες, άνθρωποι του θεάτρου και του κινηματογράφου. Πολλά από τα ποιήματά του έγιναν δημοφιλή τραγούδια. Το ποίημα γράφτηκε τέλος Μαΐου, αρχές Ιουνίου 1841.


Απόδοση: Ελένη Κατσιώλη

Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2019


Ασλί Ερντογάν “Ιστανμπούλ”



Η Ασλί Ερντογάν γεννήθηκε στην Ιστανμπούλ το 1967. Το πρώτο της μυθιστόρημα «Kabuk Adam» (Ο άνθρωπος καβούκι) εκδόθηκε το 1994 και η πρώτη της συλλογή διηγημάτων «Mucizevi Mandarin» (Ο θαυμαστός μανδαρίνος) το 1996. Το δεύτερο της μυθιστόρημα «Kirmizi Pelerinli Kent» (Η πόλη με την κόκκινη πελερίνα) 1998, μεταφράστηκε στα γαλλικά και στα νορβηγικά και εκδόθηκε από τις εκδόσεις «Actes Sud».
Η Ασλί Ερντογάν συμπεριλήφθηκε ανάμεσα στους «50 συγγραφείς του Μέλλοντος» του περιοδικού «Lire».
 __________________________

Εδώ είναι το σοκάκι όπου ζω, η γειτονιά μου, ο τόπος μου, η πατρίδα μου

Καλά, πού είναι; Μια τόσο παλιά πόλη, αυτή η πόλη που της έχουν δώσει τόσα ονόματα, σχεδόν όσα έχουν δώσει στο Θεό, δεν έχει καθόλου φαντάσματα;

Ανάκατα, λοξά, στρεβλά, στριφογυριστά σοκάκια. Θεόστενες, απότομες ανηφοριές… Δεν είναι ορατά πια τα τείχη που περιτριγύριζαν κάποτε εννιά φορές σαν τον ποταμό της Στυγός το Γαλατά, αυτή τη συνοικία που ρίζωσε τόσο βαθιά σε μια απότομη πλαγιά… Ερείπια. Στοές. Μυστικά περάσματα. Πέτρες. Πεισματάρες, ανθεκτικές, κατάστικτες… Πέτρες βουερές, μέσ’ από τις ρωγμές τους φαίνεται η θάλασσα ως πέρα στον ορίζοντα… Λάσπη ανάμεσα στις πέτρες, λιμνάζοντα νερά, δεν επιστρέφουν καμιά εικόνα που πέφτει πάνω τους. Κάτι ολοζώντανο που περιπλανάται ανάμεσα σε όλη αυτή τη σκόνη και το σκότος, στην εγκατάλειψη και στις σκιές.

Ίσως εδώ, στον τόπο που τα ρολόγια όλο δείχνουν το παρελθόν… Εκεί που ο πύργος λάμπει ολομόναχος σαν ένα κρύο, παγερό αστέρι και σκαρφαλώνει στριφογυριστός προς το μαβί σκοτάδι του νυχτερινού ουρανού… Ίσως πρέπει να θεωρήσει κανείς πως αυτό που εκλαμβάνει ως γαλήνη στη συντροφιά της σιωπής του ουρανού και της πέτρας, στην τυραννική εκκρεμότητα του μέλλοντος και στις κούφιες στοές του είναι ο παλμός του χρόνου που χτυπά.

Εδώ είναι το σοκάκι όπου έζησα κάποτε. Μια στάση όπου κατέλυσα, στάθηκα και ξανάσανα. Το καταφύγιό μου με σβηστές τις γραμμές των συνόρων του, η φυλακή μου. Μια γυμνή, θαρρετή συκιά που φυλλοβόλησε στη δίνη των αιώνων. Ήταν πάντα μακριά, πάντα πιο πέρα, πάντα η άλλη… Ο Γαλατάς, η αδέσποτη αντικρινή ακτή… Μια αποικία περιβεβλημένη με τα δικά της νερά, που λάτρευε τους δικούς της θεούς και έγλειφε μόνη της τις πληγές της… Τόπος εξορίας και καταφύγιο μεταναστών, ένα γκέτο που μιλούσε χίλιες διαφορετικές γλώσσες. Ένα λιμάνι όπου τα καράβια έφερναν δούλους και μπαχαρικά, και απ’ όπου στρατιώτες κι έμποροι ταξίδευαν προς τη Μεσόγειο.

Το νεκροταφείο της Κωνσταντινούπολης στις επιδημίες πανώλης και τις ακατάπαυστες πολιορκίες, όταν φυσούσε ο άνεμος από βορρά, γέμιζε την αρχαία πόλη με την οσμή της σαπίλας… Ένα μάτι από συμπαγή πέτρα χωρίς το ζευγάρι του, που κοίταζε πάντα νότια… Ο ξεφτισμένος καθρέφτης της ηττημένης πόλης, η πρόωρα στημένη ταφόπετρά της. Μια λαβωμένη ματιά με την πλάτη γυρισμένη στο μέλλον, στραμμένη αποκλειστικά και μόνο στο παρελθόν… Σ’ ένα παρελθόν βυθισμένο βαθιά στη γεμάτη χαλάσματα μνήμη της θάλασσας, αδύνατον να αιχμαλωτιστεί στο δίχτυ των λέξεων…

Εδώ βρίσκεται πια και η δική μου ματιά, με τα μυστικά, τις υποσχέσεις, τα μεστά της όνειρα… Με τις ιστορίες που τις θαρρώ δικές μου, τις ήττες της… Με τις εποχές, τις μέρες, τις νύχτες της… Τις χειμωνιάτικες νύχτες, όταν πέφτει το σκοτάδι, τα σοκάκια που φωλιάζουν το ένα μέσα στ’ άλλο σκεπάζονται από μια λεπτεπίλεπτη στρώση χιονιού, κι εγώ κρυώνω μονίμως. Τα ομιχλώδη ανοιξιάτικα πρωινά που στέκουν αναλλοίωτα θαρρείς ως την αιωνιότητα. Τα πρωινά που οι δροσοσταλίδες της χαραυγής λειώνουν στη θλίψη της πραγματικότητας, εκείνα τα πρωινά που με τη μονοτονία και τη ρευστότητά τους μοιάζουν τόσο πολύ στη ζωή… Ορισμένες φθινοπωρινές βραδιές ο ουρανός σκεπαζόταν με ένα θαυμαστό χρυσό χρώμα, τόσο απίστευτο χρώμα, που μ’ έκανε να σκέφτομαι «Πρέπει να έχω πεθάνει πλέον». «Ή μπορεί να είναι η γέννηση ενός ολότελα διαφορετικού σκότους».

Η βροχή χτυπά στις πέτρες που αντανακλούν το φεγγαρόφωτο, βρεγμένα μέχρι το κόκκαλο πουλιά διαγράφουν κύκλους κρώζοντας στο ξέθωρο φως του πύργου, ακούγονται φωνές από μακριά, γνώριμες σκιές στους τοίχους, βήματα που αντηχούν… Περιηγητές, ξεπεσμένοι, δραπέτες, νεότατοι ληστές, γυναίκες μαχαιρωμένες, αδέσποτοι άνδρες που διαγράφουν κύκλους… Πράγματα λησμονημένα, ξαναβιωμένα, λησμονημένα πάλι… Όλες οι ζωές που περάσανε και φύγανε, τελειωμένες προ πολλού, η καθεμιά τους ανασαλεύει και τρίζει σαν παγόβουνο στα βάθη της καρδιάς μου… Θαμποί ορίζοντες που καθημερινά υπόσχονται μια νέα εξαφάνιση.

Ίσως να είναι σ’ αυτό το καραβοτσακισμένο λιμάνι, στην πέτρα, στη θάλασσα… Ίσως, με τα μάτια στραμμένα στο χαμένο τους παρελθόν, ν’ ακούνε το αποχαιρετιστήριο σφύριγμα ενός ισχνού καραβιού, τα ερωτικά τραγούδια των ναυτικών σε χίλιες διαφορετικές γλώσσες… Ένα οποιοδήποτε πρωινό του Αράφ στέκουν –στον καθαρτήριο αμμόλοφο μεταξύ κόλασης και παράδεισου– και αφουγκράζονται, ένα οποιοδήποτε πρωί που δεν μπορείς να διακρίνεις πλέον το κάλεσμα της θάλασσας από της γης, την ιστορία της πέτρας από του ανθρώπου… Ο χρόνος, σαν ένας τεχνίτης που ήρθε από τα πέρατα του κόσμου και παρέμεινε εδώ, σμιλεύει πύλες σε βράχους που τις ανοίγουν μόνο οι νεκροί και μπαίνουν μέσα…

Εδώ, κάθε σπίτι έχει το κελάρι του, κάθε κελάρι το πηγάδι του. Άλλοτε ανοίγει μια πόρτα στις αυλές που μοιάζουν απάτητες για χρόνια, διακρίνεται μια κουρασμένη σκιά στο παράθυρο που έτσι όπως φάνηκε έτσι χάνεται, άλλοτε ακούγεται ένας σκοπός που έρχεται από τα έγκατα της γης, από την ίδια την πέτρα θαρρείς… Ένας γνωστός σκοπός που όμως δεν μπορείς ποτέ να τον αποτελειώσεις… Άνθρωποι καλούν ο ένας τον άλλο, οι φωνές τους αντηχούν στο κενό, ο αντίλαλός τους καλεί και άλλους αντίλαλους. Γκρεμισμένα σπίτια, άδεια σπίτια, εγκαταλειμμένα σπίτια, σπίτια που κατοικούνται μόνο τις νύχτες… Πέτρινα σπίτια χτισμένα από παλιούς μάστορες, που έχουν ξεπεράσει τόσους σεισμούς, τόσες πυρκαγιές.

Σκουριασμένες πόρτες, μια κρήνη στερεμένη πριν από δεκάδες χρόνια, μια γάτα περπατά προσεκτικά ανάμεσα στα θρυψαλιασμένα κεραμίδια στις στέγες που έχουν καταληφθεί από τα περιστέρια, οι κραυγές των γλάρων που ανοίγουν και κλείνουν τη μέρα. Πάνω σε σχοινιά στημένα κατά μήκος των δρόμων κουνιούνται ρούχα, ασώματα, γαλήνια φαντάσματα. Η ψυχή των περασμένων αιώνων τρυπώνει σαν αχνός μέσ’ από τις πολεμίστρες, τις γούβες, τις ρωγμές… Ορθώνεται με μια βαθιά εισπνοή, σου ποτίζει τις πατούσες, το μεδούλι, σκαρφαλώνει στη ραχοκοκκαλιά σου…

Κι εσύ περνάς και φεύγεις από δρόμους που τους περιδιαβαίνουν πομπές και φέρετρα… Βαδίζεις σε αέναους κύκλους κουμπωμένους τον έναν με τον άλλο ανάμεσα σε μαγικές, τρομακτικές, γκρεμισμένες εικόνες, στους έρημους λαβυρίνθους της ψυχής σου… Προς την ατομική, τετριμμένη, μεγαλειώδη εξαφάνισή σου… Μια σε καλεί ετούτη η φωνή, μια η άλλη, σε νέμεται, σε πετάει σαν πέτρα κάτω από την πλαγιά, σε κατρακυλά προς τη θάλασσα, σε παρασέρνει κι εσένα το συλλογικό παρελθόν… Επαναλαμβάνονται για μια ακόμα φορά οι παλιοί θρύλοι στα βήματά σου, με τα καταπατημένα όνειρα, τους εγκαταλειμμένους δρόμους τους…

Αυτοί οι δρόμοι, αυτά τα σοκάκια, αυτά τα άδεντρα καλντερίμια είναι οι φλέβες της ζωής στο χρώμα της καρδιάς, πηχτές από αμέτρητα ριζικά… Κάθε λεκές πάνω στην πέτρα είναι μια ματιά που δεν ξέρεις τα όριά της, μια αρχή που δεν θα μάθεις το τέλος της… Τις νύχτες βαδίζεις κάτω από μουντά κοκκαλωμένα φώτα… Ο Γαλατάς παίρνει στο μεταξύ έναν όλο και πιο σκοτεινό ύπνο, κρύα δάχτυλα καλύπτουν απαλά το μοναδικό του μάτι, που του μεταφέρει τα όνειρα των ανοιχτών θαλασσών κρύβοντας την ερημιά των δρόμων ως το πρωί… Βαδίζεις σε χλωμά βράδια που φυσάει νοτιάς, απομεσήμερα στο χρώμα του αχάτη…

Βαδίζεις στο φεγγαρόφωτο, στο φως των αστεριών, και στο φως της μέρας που μετατρέπει το Γαλατά σ’ αυτό που είναι, απλά και μόνο μια φτωχογειτονιά. Πόσο έχουν ελαφρύνει, πόσο έχουν ελευθερωθεί τα βήματά σου, κι όμως, είναι βαρύ το φορτίο από τόσες κατάρες, τόσα μοιρολόγια, τόσους αποχαιρετισμούς… Ορθώνεσαι με μια βαθιά εισπνοή και συμμετέχεις σ’ αυτό τον παρατεταμένο περίπατο… Αναγνωρίζεις τα χνάρια σου, την εικόνα σου, σαστισμένη. Δεν μπορείς σε καμία περίπτωση να ξεδιαλύνεις τι ήταν αυτό που σας έκανε ν’ ανταμώσετε, όμως δεν έχεις τίποτα να χωρίσεις πλέον.

Βαδίζεις σε σοκάκια που ήταν κάποτε δικά σου. Περνάς κατά μήκος των τειχών όπου τα πτώματα σωριάζονταν το ένα πάνω στ’ άλλο στις επιδημίες της πανώλης, μπουκάρεις σε αυλές γεμάτες με αδύναμες γάτες, ξαποσταίνεις σε κόγχες με κλεμμένα τα αγάλματα των αγίων, και φεύγεις. Εδώ είναι το σπίτι του ποιητή που δολοφονήθηκε με απαγχονισμό στη Γαλλική Επανάσταση. Ακριβώς εδώ στη γωνία που το 18ο αιώνα ζούσε ένας τεχνίτης ρολογιών, μια τραβεστί πήδηξε από το κλειστό παράθυρο με πυροτεχνήματα αναμμένα στο χέρι. Εδώ είναι το σοκάκι όπου μια φορά στα εκατό χρόνια, στην πανσέληνο, εμφανίζεται το φάντασμα μιας δολοφονημένης νέας γυναίκας…

Λαξευμένος από γνήσια μοναξιά, ο Γενουάτικος Πύργος καθαγιάστηκε μόνο μια φορά, χίλια χρόνια πριν, από τα κύματα… Σκαρφαλώνεις στριφογυριστά στον πύργο όπου έκλειναν κάποτε τους κατάδικους. Κοιτάζεις σιωπηλά προς τα κάτω, στον πύργο που σκαρφαλώνουν εκείνοι που θέλουν να πετάξουν στην αντικρινή ακτή, στην «Ασία», όπως κι εκείνοι που επιλέξανε την τελευταία όχθη. Κοιτάζεις τα σοκάκια που δεν αποτυπώνουν κανένα σημάδι σου, κανένα ίχνος από το ταξίδι σου, τις στέγες, τον ορίζοντα… Τη μέρα που φέγγει… Αφομοιώνεις όλα τα ριζικά που διασταυρώθηκαν εδώ, στέκεις στητή, μοναχή, μέσα στην εξαφάνισή σου και επωμίζεσαι όλα τα ψεύδη της ζωής και του θανάτου.

Θα γύρναγες πίσω, αν ήσουν εσύ στη θέση μου; Για ποιον άγνωστο ουρανό που θέλεις να περιγράψεις, για ποια ιστορία που θέλεις να ολοκληρώσεις; Για ποια απεραντοσύνη που θέλεις να της δώσεις ένα τέλος;
Εδώ, μια αλλόκοτη και μακρινή εικόνα αιχμαλωτισμένη στα μάτια της πέτρας που τη σμίλευσε υπομονετικά ο χρόνος· ένα όνειρο υφασμένο από ατόφιο χρυσάφι και λάσπη σε βαθιά, άδεια μάτια χωρίς αντικαθρέφτισμα. Περιμένει ο Γαλατάς, κουλουριασμένος μες στο χιλιοτσακισμένο καβούκι του… Κοιτάζει μόνο μακριά, προς τους ομιχλώδεις, θολούς, αποπλανητικούς ορίζοντες, όμως βλέπει μοναχά το δικό του παρελθόν. Μ’ εκείνη τη ματιά που αναθυμάται και λησμονεί συνάμα όλες τις ζωές και τους θανάτους, τις ιστορίες και τις ήττες, τις απαρχές και τα τέλη… Δεν πιστεύει σε τίποτε πια εκτός από το δικό του αιώνιο όνειρο.

Σαν ντάμα από αχάτη στα μάτια τούτης της πανάρχαιας πόλης, που σκύβει σε ρηχά νερά αναζητώντας τον αντικατοπτρισμό της ρυτιδιασμένης όψης της, δεν καταφέρνει με κανένα τρόπο να κυλήσει στο απέραντο μαβί της θάλασσας.

Είσαι εδώ. Στον τόπο όπου συνειδητοποιείς πως επιστροφή δεν σημαίνει αποκλειστικά και μόνο τύψεις, αποκλειστικά και μόνο απογοήτευση… Ανάμεσα στην πέτρα και στη θάλασσα, στο φως και στη λάσπη, στο τέλος και στην αρχή… Στο λιμάνι όπου οι νεκροί σου τραγουδάνε αποχαιρετιστήρια τραγούδια, έτσι ώστε να μην τους αναζητήσεις ξανά… Στον τόπο όπου αφουγκράζεσαι όλες τις άλλες φωνές για να ακούσεις τη δική σου, εκεί όπου επωμίζεσαι όλες τις κραυγές του κόσμου για να ξαναγεννηθείς.

Οι ονομασίες της Ιστανμπούλ

Από την ίδρυσή της ως σήμερα, η Ιστανμπούλ μνημονεύτηκε με 130 περίπου ονομασίες. Η χρονολογική απαρίθμηση αυτών των ονομασιών που άλλοτε εκφράζουν την πόλη ως το κέντρο μιας αυτοκρατορίας και άλλοτε ορισμένα γεωγραφικά ή δομικά χαρακτηριστικά της είναι πολύ δύσκολη. Παρ’ όλα αυτά οι ονομασίες Λύκος και Βυζάντιο θεωρούνται οι παλαιότερες. Εκτός από αυτές τις δύο, οι ονομασίες Αυγούστα Αντωνίνα, Ανθούσα, Δεύτερη Ρώμη, Νέα Ρώμη, Άλμους Ρόμα, Μίκλαγκαρντ-Μίκλαγκορντ, Τσάριγκραντ, Ιστινπόλιν (Εις την πόλιν), Αγραντόνε, Τζεζιρέι Χεφτ Τζέμπελ, Αλιάνα, Βιζάντ Καγάκ, Γιαγφούριγε, Γιανκοβίτσε, Κονσταντίνιγε, Σουντέι Σααντέτ (Πύλη της Ευδαιμονίας), Σεχρι Αζάμ (Μέγιστη Πόλη), Τάχτι Ρουμ (Ο θρόνος των Ρωμαίων), Τεκφούριγε (Βυζαντινό Πριγκιπάτο), Νταρού’ςΣαλτανά (Έδρα της Αυτοκρατορίας), Ντερι Ντεβλέτ (Πύλη του Κράτους), Ντεργκιάχι Σελατίν (Αυτοκρατορική Πύλη), Kωνσταντινούπολη ή απλώς και μόνο Πόλη… αποτελούν ονομασίες που δόθηκαν στην Ιστανμπούλ σε διαφορετικές γλώσσες, σε διαφορετικούς αιώνες.
 _____________________________________

Πηγη: http://selides.kastaniotis.com


Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2019



Η μόνη λύση είναι να βρεθεί ένας ενήλικος να με αναλάβει



Πως να μην διατηρηθούν συμπεριφορές από αυτό που ήμαστε κάποτε, αφού εξακολουθεί πραγματικά να ζει μέσα μας;
Εξακολουθούμε να είμαστε οι έφηβοι, τα μικρά παιδιά και τα μωρά που ήμαστε κάποτε.
Κατοικούν μέσα μας τα μικρά παιδιά που υπήρξαμε κάποτε. Όμως….
Αυτά τα μικρά παιδιά μας κάνουν εξαρτημένους.
Εμφανίζεται αυτό το μικρό παιδί και γίνεται κύριος της προσωπικότητας μου:
Γιατί είμαι φοβισμένος,
γιατί κάτι μου συμβαίνει,
γιατί έχω ένα πρόβλημα,
γιατί τα έχω χαμένα,
γιατί νιώθω ότι η ζωή μου πήγε χαμένη….
Όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, η μόνη λύση είναι να βρεθεί κάποιος, ένας ενήλικος, να με αναλάβει. Αυτός είναι ο λόγος που δεν πιστεύω στην ανεξαρτησία.
Γιατί δεν μπορώ να αρνηθώ το μικρό παιδί που ζει μέσα μου.
Γιατί δεν πιστεύω ότι αυτό το παιδάκι μπορεί στ’ αλήθεια να με αναλάβει.
Πιστεύω, βέβαια, ότι υπάρχει κι ένας ενήλικος μέσα μου, όταν πλέον είμαι ενήλικος.
Αυτός ο ενήλικος, και όχι κάποιος άλλος, είναι που θα αναλάβει το μικρό παιδί που έχω μέσα μου.
Αυτό είναι αυτοεξάρτηση!
___________________________________

Ο Δρόμος της Αυτοεξάρτησης
ΧΟΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ



Τετάρτη 24 Ιουλίου 2019


ΓΙΑΛΟ-ΓΙΑΛΟ


Φεγγάρι ρυμουλκεῖ κρουαζιερόπλοιο
κάτασπρο φουσκωτό, δαντελωτὰ παραθυράκια
κεντημένο σὰ νυφικὸ φυγῆς γεροντοκόρης
μὲ ρυμουλκούμενο νυμφίο.

Μὲ τὴν εὐκαιρία
ἀνασηκώνομαι στὶς μύτες τῶν καιρῶν
ἐδῶ, στὶς ἐπιχωματώσεις τῶν κυμάτων
νὰ ἀνελκύσω ὅλα ἐκεῖνα τὰ ταξίδια
τὰ ἐπιβατηγὰ
ποῦ φόρτωσα μὲ θέλω καὶ μὲ κάρβουνο.

Ταξίδια ἐπιβατηγὰ
μὲ σένα μὲ σένα μαζί σου μὲ σᾶς
ἀνάλογα ποῦ φύσαγε οὔριος ἀχυρώνας.

Μὲ σένα εὐγενέστατε ἱππότη, ἀντικατοπτρισμέ.
Μαζί σου ἐπιθυμία παράνομη — λαθροκυνηγὸς
τοῦ ἄγριου ἑαυτοῦ σου.

Ἂν καὶ θεαματικὰ ἐξοπλισμένη
μὲ τὰ πιὸ τέλεια περισκόπια αἰθρίας
θέλησα νὰ φύγω καὶ μαζὶ σὰς σύννεφα

—εἴσαστε τότε μόνο πειραχτήρια τῆς μορφῆς σας—
φοβέρες γιὰ νὰ τρῶνε τὸ φαΐ τους
οἱ ἀνόρεχτες ἐλπίδες —ὅλο κρυφοτρῶνε—
περαστικὲς φωλιὲς
γιὰ νὰ κλωσσάει ἢ βροχὴ τὴ μουσική της.

Καὶ μὲ σένα Εὐριδίκη.
Ἀλλὰ τί λογικὸς ἐκεῖνος ὁ Ὀρφέας.
Οὔτε μιὰ φορὰ δὲν γύρισε νὰ κοιτάξει πίσω
ἡ ἀνυπομονησία του.

Ὢ μῦθοι, περοῦκες τόσο φυσικὲς
γιὰ φαλακροὺς ἄνεμους.

Καὶ μαζί σου ἀπόβροχο, ἀλητάκι τῆς ὄσφρησης.
Ὅλο νὰ ἑτοιμάζει ἡ μυρωδιά σου τὶς βαλίτσες μου
κι ἐσὺ νὰ ἐρωτοτροπεῖς με τὴν ἀπόσβεσή σου.

Ἄ, τί ταξίδι φόρτωσα
γεμάτο περιπέτεια μαζί σου Ἐλευθερία.
Θὰ πηγαίναμε στὴ ζούγκλα σου, βαθιὰ
νὰ κυνηγήσουμε ἄγριες ἁλυσίδες.
Ὅμως ἐσὺ μακρύτερα ἀπ᾿ τὸ θρύλο σου δὲν πᾶς.
Μόνο ἐκδρομοῦλες μονοήμερες σὲ πανὸ καὶ μέθη
— γιαλὸ-γιαλὸ ἡ ὑπενθύμισή σου.

Ὡραῖα ποὺ θὰ φεύγαμε φοβιτσιάρες ἄγκυρες.

Τελικὰ μαζί σου.
Τὸ πιὸ ἀνεμπόδιστο, φιλαπόδημο
ἀποθησαυριστικὸ ταξίδι ἀφοσιωμένο
μαζί σου τὸ ἀποτόλμησα Ἀκατόρθωτο
κι ἀκόμα νὰ τελειώσει.

Δαπανηρὴ ἰδέα ὁ βίος.
Ναυλώνεις ἕναν κόσμο
γιὰ νὰ κάνεις τὸ γύρο μιᾶς βάρκας.
 ______________________________________

 Κικὴ Δημουλᾶ - Χαῖρε ποτέ

Ποιητικὴ Συλλογή, ἐκδόσεις Στιγμή, 1998

Σάββατο 13 Ιουλίου 2019





Οι μέρες έρχονται και φεύγουν σαν μορφές θαμπές, σταλμένες από μια φιλική μακρινή παρουσία, χωρίς να μιλούν.
Κι αν εμείς δεν χρησιμοποιήσουμε τα δώρα που μας φέρνουν, σιωπηλά τα παίρνουν πίσω μαζί τους καθώς φεύγουν...
_________________________

Ralph Waldo Emerson

Παρασκευή 21 Ιουνίου 2019



Ο  Εγωιστής 


"Εγωιστής είναι τελικά ένας δειλός, τόσο δειλός που δεν μπορεί να κάνει τίποτα ουσιαστικό, ούτε να αγαπάει τον εαυτό του. Και εγωιστής δεν είναι εκείνος που αγαπάει τον εαυτό του, όπως επιπόλαια νομίζουμε. Εγωιστής είναι εκείνος που δεν αγαπάει τον εαυτό του. Που γι' αυτό ακριβώς προσπαθεί να πείσει τους άλλους πως αξίζει, πως είναι σπουδαίος. Επειδή δεν το πιστεύει ο ίδιος. Αγωνίζεται με κάθε τρόπο να επιβάλει τούτη την καλή μαρτυρία, ώστε η μαρτυρία να επιστρέψει στον ίδιο και να γλιτώσει από την αυτοαμφισβήτηση. Γι' αυτό άλλωστε ο εγωισμός ενέχει βία. Γιατί κουβαλάει αγωνία΄ανάγκη και τρόμο πτώσης στο εσώτερο κενό"
____________________

"Ο παλιάτσος και η Άνιμα" της Μάρως Βαμβουνάκη



Beethoven Silence





" Αν στέρηση είναι να μην έχεις αυτό που επιθυμείς, ανικανοποίητο είναι να έχεις μεν αυτό που επιθυμείς, αλλά να μη σου προσφέρει τη γεύση που περιμένεις να σου προσφέρει. 
Η απόκτησή του να αποδεικνύεται απογοητευτική. Ο άνθρωπος σήμερα μαραίνεται μέσα στην εποχή του ανικανοποίητου. Και αν, όταν στερείσαι, μπορείς να ονειρεύεσαι
και να προσδοκάς, μέσα στην ανικανοποίητη καθημερινότητα και τις απανωτές απογοητεύσεις - όχι από αυτά που δεν έχεις, αλλά από αυτά που έχεις - δεν ξέρεις πια τι ακριβώς να επιθυμήσεις.
Από παντού ακούς χείλη πικρά να συμπεραίνουν πως δεν υπάρχει συναίσθημα, δεν υπάρχει φιλία, δεν υπάρχει εμπιστοσύνη, αξίες, φιλότιμο. Οι άνθρωποι παραπονιούνται πως δεν τους αγαπούν.
Είναι εξάρτηση να περιμένεις από τους άλλους να σου χαρίσουν την αγάπη. Η αγάπη όντως είναι "Το φάντη" μεγάλη πλήρωση της ύπαρξης, αλλά μόνο όταν πρόκειται για αγάπη που δίνεις.

 Όσο κι αν αγαπιέσαι, το ανικανοποίητο θα επιμένει ζοφώδες στην καρδιά, αν αυτή η καρδιά δεν μπορεί ν' αγαπήσει.
Γεμίζουμε μονάχα απ' την αγάπη που δίνουμε, από την πίστη που ασκούμε, απ' όσα
δικά μας χαρίζουμε. Ακόμη και η ψυχή δια της απώλειάς της κερδίζεται.
Είναι μοίρα ή ελεύθερη επιλογή η ικανότητά μας στο συναίσθημα; Πρέπει να είναι ελεύθερη επιλογή, γι' αυτό και η καρδιά είναι διαρκώς θυμωμένη με το μίζερο εαυτό της που την στενεύει. Κι αν είναι δύσκολο να βρίσκουμε αγάπες, είναι πολύ πιο δύσκολο να αγαπάμε. Προϋποθέτει μεταστροφή της εγωϊστικά εκπαιδευμένης προσωπικότητάς μας κάτι τέτοιο. Όσο την αρνούμαστε τη μεταμόρφωση, η επιδημία της ανίας και της κατάθλιψης εξαπλώνεται, σαν φάντασμα στοιχειώνει τη ζωή μας.
Λέγεται πως "μελαγχολία είναι η αξόδευτη αγάπη ... "

__________________________________________

"Το φάντασμα της αξόδευτης αγάπης" - Μάρω Βαμβουνάκη

Stis psyxis to parakatw - Dimitris Mitropanos

Σωκράτης Μάλαμας - Το θολωμένο μου μυαλό #tasketa

Σωκράτης Μάλαμας - Ασφαλώς και δεν πρέπει #tasketa

Giovanni Marradi - Only You

Σάββατο 4 Μαΐου 2019

SEZEN AKSU Şimdi Bana Kaybolan Yıllarımı Verseler





Αν μου δώσουν τώρα τα χρόνια που χάθηκαν

Αν μου υποσχεθούν τώρα μια ζωή μαζί σου

Αν μου πούν τώρα θέλεις πάλι από την αρχή

δεν έχω δικαίωμα να πω μια λέξη


Αν μου δώσουν τώρα τα χρόνια που χάθηκαν

τώρα πια οι λέξεις δεν αρκούν

δεν έχουν σημασία

χαθήκαμε μαζί με τις αναμνήσεις

δεν ωφελεί

ας τα αφήσουμε αυτά πια σε μια άκρη

πρέπει να δούμε την πραγματικότητα φίλε μου

δεν υπάρχει άλλη λύση


Αν μου δώσουν τώρα τα χρόνια που χάθηκαν..

Τετάρτη 1 Μαΐου 2019


Πώς παγιδεύτηκα

            Igor Shipilin (b.1961, Russian), By the warm sea, 2012


Πώς παγιδεύτηκα σ’ αυτό το σκοτεινό νεφέλωμα
σ’ αυτά τα δίχτυα που κλωσούν καινούρια άστρα 
κι αναλώνονται στης άναρχης δημιουργίας τις φλόγες;
Εδώ θ’ αφανιστώ και θ’ αφομοιωθώ
χωρίς τουλάχιστο το λαμπρό θάνατο
που ’χουν τα ουράνια σώματα.
Ο πόνος μ’ έφερε, ο πόνος θα μου δώσει τέλος;
Αόρατες δυνάμεις μ’ οδηγούνε όπου δεν θέλω
και με πάνε αντίθετα, πάντα αντίθετα,
η αγάπη μού δίνεται άκαιρη όταν δεν τη ζητώ,
μια καταπίεση ακόμα κι όλο μακραίνω στην παγίδα ωστόσο μέσα.

___________________
Βικτωρία Θεοδώρου, από τη συλλογή Ουρανία, Κέδρος, 1978

Σάββατο 27 Απριλίου 2019



Όλες οι μνήμες της Πασχαλιάς. Ατμόσφαιρες του Πάσχα…

Ρέα Βιτάλη



Τα λιβάδια με τα αγριολούλουδα, τα κόκκινα παπουτσάκια που φορούσες με «τα καλά σου», η επαρχία που έμπλεκε με την πρωτεύουσα, το «ποιανού είσαι εσύ», η νηστεία. Αλλά τι νηστεία! Με κακάο και πατάτες τηγανιτές... Το Πάσχα είναι ατμόσφαιρες. Είναι εκείνα τα λιβάδια με τα αγριολούλουδα. Οι αιμοσταγείς παπαρούνες, οι αγαπημένες μου μαργαρίτες, εκείνες οι συγκεκριμένες οι άσπρες, που ξεφεύγει το κίτρινο τους από το κέντρο και απλώνεται πέρα από το όριο, λερώνοντας όμορφα και γλυκά τα άσπρα πέταλα. Είναι και τα, κάτι σαν στάχυα (πώς τα λένε;) που αναδεύονται με το τόσο δα αεράκι. Όλα αυτά που μου θυμίζουν παιδικό χεράκι που τα κόβει για να τα προσφέρει.
Το Πάσχα είναι ατμόσφαιρες. Είναι πασχαλιές. Μεθάνε φρικτά οι αθεόφοβες, μεθάνε πόθους κι ανεκπλήρωτα.
Το Πάσχα είναι ατμόσφαιρες. Ατμόσφαιρες από μνήμες. Όπως εκείνα τα κόκκινα παπουτσάκια της Λαμπρής και η αδάμαστη προσμονή να τα φορέσουμε. Εκείνη η πάλη μ’ ένα «Μη!». Το να περιμένεις το Μεγάλο Σάββατο για να φορέσεις «Τα καλά σου!». Και να κοιτάς τα πόδια σου να τα περπατάνε.
Το Πάσχα είναι ατμόσφαιρες από δυο κόσμους που συναντιόντουσαν. Οι της Αθήνας και οι της επαρχίας. Οι μεν έρχονταν για να φύγουν. Γι’ αυτό και όφειλαν ν’ απαντούν σε διπλό ερώτημα «Πότε ήρθατ’; Πότε θα φύφγετ;». Οι δε, όφειλαν να στέκονται φύλακες των αναμνήσεων. Να μην αλλάζει τίποτα. Να είναι όλα όπως τα θυμάσαι, όπως τα είχες αφήσει.
Το Πάσχα είναι ατμόσφαιρες. Όπως εκείνη η πόρτα της εκκλησίας που έτριζε. Και πάντα απορούσες. Τόσο που καθάριζαν οι γυναίκες, τόσο που άστραφταν τον ναό, πώς και δεν την λάδωναν; Αλλά ήταν το σύνθημα κάθε άφιξης και τα κεφάλια για λίγο σηκώνονταν και κοίταζαν βιαστικά πλην σκαναριστά. Γυναίκες… Τι φοράει «η άφιξη»; Ποιανού είναι; Αυτό το «Ποιανού είσαι συ;»… Τι γλυκά αστείο!
Το Πάσχα είναι ατμόσφαιρες. Εκείνες οι νηστείες, του τότε. «Μεγάλη Παρασκευή ούτε λάδι!» το υπερτόνιζαν. Νηστεία που περιέργως ήταν η χαρά του παιδιού καθώς το γάλα το αντικαθιστούσε το κακάο! Τι ψυχικό τραύμα για τη γενιά μου η πέτσα στο γάλα και στο γιαούρτι! Το Πάσχα πίναμε κακάο! Και τρώγαμε τηγανιτές πατάτες. Κάθε μέρα τηγανιτές πατάτες. Ζήτω η νηστεία!
Το Πάσχα είναι ατμόσφαιρες και «πεποιθήσεις». Την Μεγάλη Παρασκευή πάντα έχει συννεφιά και βρέχει. Και ήλιο να είχε… Την Μεγάλη Παρασκευή έχει πάντα συννεφιά και βρέχει.
 Το Πάσχα είναι ατμόσφαιρα. «Ω γλυκύ μου έαρ. Γλυκύτατόν μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;»… Λέξη, λέξη… Τι λέξεις, τι έννοιες! Πάντα βουρκώνω στο «Ω γλυκύ μου έαρ». Μπορεί, για την προσφώνηση «Άνοιξή μου» σε κάποιον. Σε κάποιον, που πολύ! Και δεν υπάρχει ρήμα πριν από το «πολύ». Είναι μόνο κάτι μεγάλο και βαθύ, που μόνο το νιώθεις, πολύ. Καλή Ανάσταση και αναστάσεις.
_____________________________
 Πηγή: Protagon.gr

Σάββατο 20 Απριλίου 2019

Καβάφης - ''Τα παράθυρα'' - Μουσική: Μπάμπης Κουλούρας - Ερμηνεια: Ελπίδ...






Σ’ αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ
μέρες βαρυές, επάνω κάτω τριγυρνώ
για νάβρω τα παράθυρα. – Οταν ανοίξει
ένα παράθυρο θάναι παρηγορία. –
Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ
να τά βρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.
Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία.
Ποιός ξέρει τι καινούργια πράγματα θα δείξει.


Κ.Π.ΚΑΒΑΦΗΣ

Παρασκευή 19 Απριλίου 2019


 Άφησα να μην ξέρω 
 Κική Δημουλά



Από τον κόσμο των γρίφων
φεύγω ήσυχη
Δεν έχω βλάψει στη ζωή μου αίνιγμα:
δεν έλυσα κανένα.
Ούτε κι αυτά που θελαν να πεθάνουν
πλάι στα παιδικά μου χρόνια:
έχω ένα βαρελάκι που 'χει δυο λογιών κρασάκι.
Το κράτησα ως τώρα
αχάλαστο ανεξήγητο,
γιατί ως τώρα
δυο λογιών κρασάκι
έχουν λυμένα κι άλυτα που μου τυχαίνουν.
Συμβίωσα σκληρά
μ' έναν ψηλό καλόγερο που κόκαλα δεν έχει
και δεν τον ρώτησα ποτέ
ποιας φωτιάς γιός είναι,
σε ποιο θεό ανεβαίνει και μου φεύγει.

Δεν του λιγόστεψα του κόσμου
τα προσωπιδοφόρα πλάσματα του,
του ανάθρεψα του κόσμου το μυστήριο
με θυσία και με στέρηση.
Με το αίμα που μου δόθηκε
για να τον εξηγήσω.
Ό,τι ήρθε με δεμένα μάτια
και σκεπασμένη πρόθεση
έτσι το δέχτηκα
κι έτσι το αποχωρίστηκα:
με δεμένα μάτια και σκεπασμένη πρόθεση.
Αίνιγμα δανείστηκα ,
αίνιγμα επέστρεψα.
Άφησα να μην ξέρω
πως λύνεται ένα χθες,
ένα εξαρτάται,
το αίνιγμα των ασύμπτωτων.
Άφησα να μην ξέρω τι αγγίζω,
ένα πρόσωπο ή ένα βιάζομαι.

Ούτε κι εσένα σε παρέσυρα στο φως
να σε διακρίνω.
Στάθηκα Πηνελόπη
στη σκοτεινή ολιγωρία σου.
Κι αν ρώτησα καμιά φορά πως λύνεσαι,
πηγή είσαι ή κρήνη,
θα 'ταν κάποια καλοκαιριάτικη ημέρα
που, Πηνελόπες και όχι,
μας κυριεύει αυτός ο δαίμων του νερού
για να δοξάζεται το αίνιγμα
πως μένουμε αξεδίψαστοι.
Από τον κόσμο των γρίφων
φεύγω ήσυχη.
Αναμάρτητη:
αξεδίψαστη.
Στο αίνιγμα του θανάτου
πάω ψυχωμένη.


“Tο λίγο του κόσμου”, Α´ εκδ. 1971, Β´ εκδ. Στιγμή, 1994
Πηγή: εδώ